.

Άρθρο 14
Ρύθμιση ληξιπρόθεσμων οφειλών

1. Τα κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού λη­ξιπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Εί­σπραξης Δημοσίων Εσόδων, χρέη προς το Δημόσιο, καθώς και χρέη υπέρ τρίτων που εισπράττονται μέσω των Δ.Ο.Υ., μπορεί, μετά από αίτηση του οφειλέτη η οποία υποβάλλεται μέχρι την 29η Οκτωβρίου 2010 στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. ή Τελωνείο που είναι βεβαιωμένα, να ρυθμίζονται και να καταβάλλονται ως ακολούθως:

α) Εφάπαξ, με απαλλαγή από τις προσαυξήσεις εκ­πρόθεσμης καταβολής κατά ποσοστό εκατό τοις εκατό (100%) και έκπτωση από τυχόν πρόσθετους φόρους ή πρόσθετα τέλη που συμβεβαιώθηκαν με την κύρια οφειλή από το έτος 2007 και μετά, κατά ποσοστό, που διαφοροποιείται, ανάλογα με το έτος βεβαίωσης:

αα) όσα βεβαιώθηκαν εντός του 2007, κατά ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%),
ββ) όσα βεβαιώθηκαν εντός του 2008, κατά ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%),
γγ) όσα βεβαιώθηκαν εντός του 2009, κατά ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) και,
δδ) όσα βεβαιώθηκαν εντός του 2010 κατά ποσοστό σαράντα τοις εκατό (40%).

β) Σε δύο (2) έως τρεις (3) μηνιαίες δόσεις, με απαλ­λαγή από τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής κατά ποσοστό ενενήντα πέντε τοις εκατό (95%) και με ελάχιστο ποσό μηνιαίας δόσης «εκατό (100) ευρώ» .

γ) Σε τέσσερις (4) έως δώδεκα (12) μηνιαίες δόσεις με απαλλαγή ποσοστού ενενήντα τοις εκατό (90%) των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής και με ελάχι­στο ποσό μηνιαίας δόσης «εκατό (100) ευρώ» .

δ) Σε δεκατρείς (13) έως είκοσι τέσσερις (24) μηνιαί­ες δόσεις με απαλλαγή ποσοστού ογδόντα τοις εκατό (80%) των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής και με ελάχιστο ποσό μηνιαίας δόσης «εκατό (100) ευρώ» .

ε) Σε είκοσι πέντε (25) έως τριάντα έξι (36) μηνιαίες δόσεις με απαλλαγή ποσοστού εβδομήντα τοις εκατό (70%) των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής και με ελάχιστο ποσό μηνιαίας δόσης «εκατό (100) ευρώ»

στ) Σε τριάντα επτά (37) έως σαράντα πέντε (45) μηνι­αίες δόσεις, με απαλλαγή ποσοστού πενήντα τοις εκατό (50%) των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής και με ελάχιστο ποσό μηνιαίας δόσης «εκατό (100) ευρώ» .

Ως προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής για την εφαρμογή των απαλλαγών των περιπτώσεων β΄έως και στ΄, λογίζονται σε κάθε περίπτωση οι προσαυξήσεις όπως έχουν διαμορφωθεί κατά την ημερομηνία κατα­βολής της α΄δόσης. Οι υπόλοιπες δόσεις επιβαρύνονται με προσαύξηση ένα τοις εκατό (1%) ανά μήνα και όπως ειδικότερα πρόκειται να καθορισθεί σύμφωνα με την κατ’ εξουσιοδότηση της παραγράφου 7 υπουργικής απόφασης.

2. Η πρώτη δόση είναι καταβλητέα την ημέρα υποβο­λής της αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση, η δεύτερη δόση μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του Νοεμβρί­ου 2010, οι δε επόμενες δόσεις την τελευταία εργάσιμη ημέρα των επόμενων μηνών. Εξαιρετικά οι απαλλαγές της εφάπαξ εξόφλησης που προβλέπονται στην περίπτωση α΄της προηγούμενης παραγράφου, δεν ισχύουν αν η εξόφληση δεν διενεργηθεί εντός πέντε εργασίμων ημερών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης.

3. Οι ευνοϊκοί όροι εξόφλησης της παραγράφου 1, παύουν να ισχύουν αν ο οφειλέτης:

α) δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα μία δόση της περίπτω­σης β΄ ή δύο δόσεις της περίπτωσης γ΄ ή τρεις δόσεις των λοιπών περιπτώσεων της παραγράφου 1,

β) καθυστερήσει την καταβολή της τελευταίας δόσης της ρύθμισής του για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του ενός μηνός στην περίπτωση β΄, των δύο μηνών στην πε­ρίπτωση γ΄ή των τριών μηνών στις λοιπές περιπτώσεις της παραγράφου 1,

γ) δεν υποβάλει εμπρόθεσμα τις δηλώσεις φορολο­γίας εισοδήματος και του φόρου προστιθέμενης αξίας, καθ’ όλο το διάστημα της ρύθμισης καταβολής των χρεών του και μέχρι την εξόφλησή τους,

δ) δεν είναι ενήμερος για τα χρέη του που βεβαιώνο­νται από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού και μετά, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δύο μηνών, ή

ε) απολέσει διευκόλυνση τμηματικής καταβολής που του έχει χορηγηθεί για υφιστάμενα χρέη κατά την έναρ­ξη ισχύος του νόμου αυτού ή που θα του χορηγηθεί για χρέη που θα βεβαιωθούν μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού,

στ) δεν είναι ενήμερος για χρονικό διάστημα μεγαλύ­τερο των δύο μηνών, για χρέη που βεβαιώθηκαν μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, τα οποία δεν ζήτη­σε να υπαχθούν στις ρυθμίσεις της παραγράφου 1.

4. Αν καθυστερήσει η πληρωμή δόσης, η δόση επιβα­ρύνεται με προσαύξηση εκπρόθεσμης καταβολής πέντε τοις εκατό (5%) για κάθε μήνα καθυστέρησης.

[Αρχή Τροποποίησης]5. Για χρονικό διάστημα δύο ετών δεν επιτρέπεται η χορήγηση διευκολύνσεων τμηματικής καταβολής σύμ­φωνα και με τα άρθρα 13 έως 21 του ν. 2648/1998 (ΦΕΚ 238 Α΄) από τα όργανα του άρθρου 14 του ιδίου νόμου, για χρέη που βεβαιώθηκαν ταμειακά μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού. - ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ Η ΠΑΡ. 5 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 14 ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡ. 2 ΤΟΥ ΑΡΘ. 3 ΤΟΥ Ν. 4038/12, ΦΕΚ-14 Α/2-2-12 [Τέλος Τροποποίησης]

6. Στον οφειλέτη που θα υπαχθεί σε ρύθμιση των χρε­ών του, σύμφωνα με όσα ορίζονται στις προηγούμενες παραγράφους, δεν λαμβάνονται τα μέτρα που προβλέ­πονται από τις διατάξεις των άρθρων 22 και 23 του ν.2523/1997, αναστέλλονται δε όσα τυχόν λήφθηκαν.

Κατά το χρονικό διάστημα της ρύθμισης αναστέλλεται επίσης η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης επί κινητών ή ακινήτων, με την προϋπόθεση ότι η εκτέλεση αφορά αποκλειστικά χρέη που υπήχθησαν στη ρύθμιση του άρθρου αυτού. Η αναστολή δεν ισχύει για κατα­σχέσεις που έχουν επιβληθεί στα χέρια τρίτων ή για κατασχέσεις για τις οποίες έχουν εκδοθεί οι σχετικές παραγγελίες πριν την καταβολή της πρώτης δόσης ή την εφάπαξ εξόφληση της ρύθμισης, τα αποδιδόμενα όμως ποσά από αυτές καλύπτουν δόσεις της ρύθμισης, εφόσον δεν συμψηφίζονται με άλλες οφειλές που δεν έχουν ρυθμιστεί.

Αν ο οφειλέτης απολέσει το ευεργέτημα της ρύθμισης, τα μέτρα που έχουν ανασταλεί συνεχίζονται.

Οι διατάξεις του άρθρου 20 του ν. 2648/1998 πλην της παραγράφου 2 εφαρμόζονται και για τα χρέη που υπάγονται στη ρύθμιση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού.

Η παραγραφή των χρεών για τα οποία υποβάλλεται αίτηση υπαγωγής στη ρύθμιση αναστέλλεται από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης και για ολόκληρο το χρονικό διάστημα που αφορά η ρύθμιση, ανεξαρ­τήτως καταβολής οποιουδήποτε ποσού, και δεν συ­μπληρώνεται πριν παρέλθει ένα έτος από τη λήξη της αναστολής.

7. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορί­ζονται: α) οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες οφειλέτης που έχει υπαχθεί σε πρόγραμμα ρύθμισης από τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1, μπορεί να υπαχθεί σε άλλο πρόγραμμα της παραγράφου 1, β) οι όροι και οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες οφειλέτες μπορούν να υπαχθούν στις ρυθμίσεις της παραγράφου 1 μετά την 29η Οκτωβρίου 2010, για χρέη που έχουν βεβαιωθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, γ) οι όροι και οι προϋποθέσεις υπαγωγής στη ρύθμιση βεβαιωμένων αλλά μη ληξιπρόθεσμων οφειλών, δ) οι προϋποθέσεις χορήγησης και η διάρκεια ισχύος του αποδεικτικού φο­ρολογικής ενημερότητας στους οφειλέτες που είναι συνεπείς προς τις υποχρεώσεις τους και κάθε ανα­γκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού

Το παραπάνω ποσό αντικαταστάθηκε σύμφωνα με την παρ.1 του άρθρου 3 του νόμου 4038/2012, ΦΕΚ Α'14/2.2.2012
Το παραπάνω ποσό αντικαταστάθηκε σύμφωνα με την παρ.1 του άρθρου 3 του νόμου 4038/2012, ΦΕΚ Α'14/2.2.2012
Το παραπάνω ποσό αντικαταστάθηκε σύμφωνα με την παρ.1 του άρθρου 3 του νόμου 4038/2012, ΦΕΚ Α'14/2.2.2012
Το παραπάνω ποσό αντικαταστάθηκε σύμφωνα με την παρ.1 του άρθρου 3 του νόμου 4038/2012, ΦΕΚ Α'14/2.2.2012
Το παραπάνω ποσό αντικαταστάθηκε σύμφωνα με την παρ.1 του άρθρου 3 του νόμου 4038/2012, ΦΕΚ Α'14/2.2.2012