ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ PEDRO CRUZ VILLALÓN της 1ης Απριλίου 2014 (1) Υποθέσεις C‑549/12 P και C‑54/13 P Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατά Επιτροπής «Αναίρεση — Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης — Επιχειρησιακό πρόγραμμα του στόχου 1 (1994-1999) για τη Θουριγγία και το Ανατολικό Βερολίνο (Γερμανία) — Μείωση της αρχικώς χορηγηθείσας οικονομικής ενισχύσεως — Μέθοδος προβολής — Καθαρές δημοσιονομικές διορθώσεις — Κανονισμός (ΕΟΚ) 2052/88 — Κανονισμός (ΕΟΚ) 4253/88»

 

 

 

  1. Φέρονται προς εκδίκαση δύο αιτήσεις αναιρέσεως κατά ισάριθμων αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου με τις οποίες απορρίφθηκαν οι προσφυγές της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας με αίτημα την ακύρωση δύο αποφάσεων της Επιτροπής περί μειώσεως ορισμένων ενισχύσεων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ)∙ στο πλαίσιο αυτό, τίθεται το ερώτημα αν μπορεί να εφαρμοστεί στις υποθέσεις αυτές η νομολογία που έχει διαμορφωθεί σχετικά με άλλα διαρθρωτικά ταμεία όσον αφορά τη μείωση της οικονομικής ενισχύσεως (2). Ειδικότερα, τίθεται το ερώτημα αν, στην περίπτωση του ΕΤΠΑ, τα διοικητικά σφάλματα των εθνικών αρχών συνιστούν «αντικανονικότητα» κατά την έννοια του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 4253/88 (3), και, κυρίως, αν η Επιτροπή μπορεί να πραγματοποιεί δημοσιονομικές διορθώσεις με τη μέθοδο της προβολής.

I –    Κανονιστικό πλαίσιο

  1. Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 2052/88 (4) του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 1988, ο οποίος αφορά τις αποστολές των διαρθρωτικής φύσεως ταμείων, την αποτελεσματικότητά τους, καθώς και τον συντονισμό των παρεμβάσεών τους, αφενός, μεταξύ τους, και, αφετέρου, μεταξύ αυτών και των παρεμβάσεων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και των λοιπών υφισταμένων χρηματοδοτικών οργάνων, θέτει το κανονιστικό πλαίσιο του ΕΤΠΑ, το οποίο έχει ως σκοπό τη αποκατάσταση των βασικών ανισορροπιών μεταξύ των περιφερειών της Ένωσης.
  2. Ο κανονισμός 4253/88, για τις διατάξεις εφαρμογής του κανονισμού 2052/88, ορίζει με το άρθρο του 23, υπό τον τίτλο «Δημοσιονομικός έλεγχος», τα εξής:

«1.      Για να εξασφαλίζεται η επιτυχία των ενεργειών που διεξάγουν δημόσιοι ή ιδιωτικοί επιχειρηματικοί φορείς, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για:

–        να εξακριβώνεται τακτικά ότι οι ενέργειες που χρηματοδοτούνται από την Κοινότητα έχουν διεξαχθεί σωστά,

–        την πρόληψη και δίωξη των αντικανονικοτήτων,

–        την ανάκτηση των [απωλεσθέντων] κεφαλαίων λόγω κατάχρησης ή παράλειψης […].

  1. Με την επιφύλαξη των ελέγχων που πραγματοποιούν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις της εθνικής τους νομοθεσίας […], μόνιμοι ή άλλοι υπάλληλοι της Επιτροπής μπορούν να ασκούν επιτόπιους ελέγχους, ιδίως με δειγματοληψία, των ενεργειών που χρηματοδοτούν τα διαρθρωτικά ταμεία.
[…]»

  1. Το άρθρο 24 του κανονισμού 4253/88, με τίτλο «Μείωση, αναστολή και ακύρωση της συνδρομής», ορίζει τα εξής:

«1.      Αν η εκτέλεση ενεργείας ή μέτρου δικαιολογεί τμήμα μόνο της χρηματοδοτικής συνδρομής που έχει χορηγηθεί, η Επιτροπή προβαίνει σε εξέταση της περιπτώσεως στα πλαίσια της εταιρικής σχέσεως, ζητώντας από το κράτος μέλος ή τις λοιπές αρμόδιες αρχές που αυτό ορίζει για την εκτέλεση της ενέργειας να της υποβάλουν παρατηρήσεις εντός τακτής προθεσμίας.

  1. Μετά την εξέταση αυτή, η Επιτροπή μπορεί να μειώσει ή αναστείλει τη συνδρομή για την εν λόγω ενέργεια ή μέτρο αν επιβεβαιωθεί ότι υπάρχει αντικανονικότητα και, ιδίως, σημαντική αλλαγή της φύσης ή των συνθηκών εκτέλεσης της ενέργειας ή του μέτρου, για την οποία δεν ζητήθηκε η έγκριση της Επιτροπής.
[…]»

  1. Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 (5), «παρατυπία συνιστά κάθε παράβαση διάταξης του κοινοτικού δικαίου που προκύπτει από πράξη ή παράλειψη ενός οικονομικού φορέα, με πραγματικό ή ενδεχόμενο αποτέλεσμα να ζημιωθεί ο γενικός προϋπολογισμός των Κοινοτήτων ή προϋπολογισμός διαχειριζόμενος από τις Κοινότητες, είτε με τη μείωση ή ματαίωση εσόδων που προέρχονται από ίδιους πόρους που εισπράττονται απευθείας για λογαριασμό της Κοινότητας, είτε με αδικαιολόγητη δαπάνη».
  2. Το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΚ) 2064/97 (6) ορίζει τα εξής:

«1.      Το αργότερο κατά τη στιγμή της αίτησης για την τελική πληρωμή και την τελική δήλωση των δαπανών για κάθε μορφή παρέμβασης, τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή, δήλωση […], και η οποία συντάσσεται από ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο λειτουργικά ανεξάρτητο από την υπηρεσία υλοποίησης. Η δήλωση αυτή αναφέρει συνοπτικά τα πορίσματα των ελέγχων που διεξήχθησαν κατά τα προηγούμενα έτη και παρέχει ένα γενικό συμπέρασμα σχετικά με την εγκυρότητα της αίτησης για την τελική πληρωμή και σχετικά με τη νομιμότητα και κανονικότητα των δράσεων που περιλαμβάνονται στην τελική δήλωση δαπανών.

  1. Εάν η ύπαρξη σημαντικών ελλείψεων ως προς τη διαχείριση ή τον έλεγχο ή εάν η μεγάλη συχνότητα των διαπιστωθεισών παρατυπιών δεν επιτρέπουν την παροχή συνολικής βεβαίωσης σχετικά με την εγκυρότητα της αίτησης για τελική πληρωμή και την τελική δήλωση δαπανών, η δήλωση αναφέρεται στις εν λόγω περιπτώσεις και περιλαμβάνει εκτιμήσεις σχετικά με την έκταση του προβλήματος και τις δημοσιονομικές επιπτώσεις του.

Στην εν λόγω περίπτωση η Επιτροπή δύνανται να απαιτήσει τη διεξαγωγή περαιτέρω ελέγχου με σκοπό τον εντοπισμό και την διόρθωση των παρατυπιών εντός συγκεκριμένης χρονικής περιόδου.»

II – Ιστορικό των διαφορών

Α.      Υπόθεση 549/12 P

  1. Μετά από αίτημα της Γερμανικής Κυβερνήσεως, η Επιτροπή ενέκρινε, με την απόφαση C(94) 1939/5, της 5ης Αυγούστου 1994, το επιχειρησιακό πρόγραμμα για το ομόσπονδο κράτος της Θουριγγίας, στην περιοχή του στόχου 1 στη Γερμανία (Arinco nº 94.DE.16.005), το οποίο προέβλεπε συμμετοχή των διαρθρωτικών ταμείων ύψους 1 021 771 000 Εcu, η οποία ανήλθε σε 1 086 827 000 ευρώ με την απόφαση C(99) 5087 της 29ης Δεκεμβρίου 1999, με συγχρηματοδότηση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) για ανώτατο ποσό 1 020 719 000 ευρώ.
  2. Για το μέτρο 2.1 που αφορούσε τη στήριξη των παραγωγικών δραστηριοτήτων των ΜΜΕ [μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων], η απόφαση C(99) 5087 καθόρισε το συνολικό ποσό των δαπανών σε 674 104 000 ευρώ και τη συμμετοχή του ΕΤΠΑ σε 337 052 000 ευρώ.
  3. Διαχειρίστρια αρχή ορίστηκε το Υπουργείο Οικονομίας και Μεταφορών του ομόσπονδου κράτους της Θουριγγίας.
  4. Κατά το 2001, η Επιτροπή εξέτασε συστηματικά τα συστήματα διαχειρίσεως και ελέγχου του ομόσπονδου κράτους της Θουριγγίας και στις 30 Ιανουαρίου 2002 υπέβαλε τελική έκθεση συνοδευόμενη από ορισμένες συστάσεις.
  5. Αφού υποβλήθηκε από τις γερμανικές αρχές η δήλωση στην οποίαν αναφέρεται το άρθρο 8 του κανονισμού 2064/97 και ζητήθηκε η οριστική πληρωμή του σχετικού με το πρόγραμμα ποσού, η Επιτροπή έκρινε περατωθείσα την παρέμβαση και προέβη στην οριστική πληρωμή του ποσού που είχε ζητηθεί στις 27 Ιουνίου 2003.
  6. Στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια του 2003, το Ελεγκτικό Συνέδριο πραγματοποίησε διάφορους επιτόπιους ελέγχους και, στις 22 Ιουνίου 2004, διαβίβασε την προσωρινή έκθεση ελέγχου του στις γερμανικές αρχές, οι οποίες, με έγγραφα της 31ης Αυγούστου και της 13ης Οκτωβρίου 2004, διαβίβασαν στο Ελεγκτικό Συνέδριο πρόσθετες πληροφορίες.
  7. Το Ελεγκτικό Συνέδριο διαβίβασε στις εθνικές αρχές την έκθεση ελέγχου του στις 17 Ιανουαρίου 2005. Σε αυτήν επισημαίνονταν διάφορες μεμονωμένες και συστηματικές παρατυπίες σχετικές με συγκεκριμένες δράσεις, όπως η χρηματοδότηση επιχειρήσεων οι οποίες δεν ανταποκρίνονταν στον ορισμό των ΜΜΕ, η δήλωση μη επιλέξιμων δαπανών (μελλοντικά μισθώματα, ΦΠΑ, εκπτώσεις), σφάλματα κατά τον υπολογισμό της μέγιστης συνδρομής και η έλλειψη δικαιολογητικών για ορισμένα είδη δαπανών, όπως οι γενικές δαπάνες ή τα ίδια κεφάλαια. Η έκθεση κατέληγε στη διαπίστωση παρατυπιών στα συστήματα διαχειρίσεως και ελέγχου της παρεμβάσεως. Το ποσοστό σφάλματος των 28 σχεδίων που περιλαμβάνονταν στο μέτρο 2.1 ήταν της τάξεως του 31,36 %.
  8. Με έγγραφο της 19ης Οκτωβρίου 2006, η Επιτροπή διαβίβασε στις γερμανικές αρχές τα πρώτα αποτελέσματα από την εξέταση της εκθέσεως του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ζητώντας τους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους.
  9. Οι γερμανικές αρχές απάντησαν στην Επιτροπή με έγγραφο της 5ης Ιανουαρίου 2007, με το οποίο προέβαλαν αντιρρήσεις στην εφαρμογή δημοσιονομικών διορθώσεων με τη μέθοδο της προβολής και προσκόμισαν πρόσθετα δικαιολογητικά που πιστοποιούσαν τον επιλέξιμο χαρακτήρα ορισμένων δαπανών.
  10. Με την απόφαση C(2008) 1690 τελικό, της 30ής Απριλίου 2008 (στο εξής: προσβληθείσα απόφαση), η Επιτροπή μείωσε τη χρηματοδοτική συνδρομή του ΕΤΠΑ κατά 81 425 825,67 ευρώ, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 24 του κανονισμού 4253/88, λόγω μεμονωμένων και συστηματικών παρατυπιών που είχαν διαπιστωθεί στο πλαίσιο του μέτρου 2.1. Η Επιτροπή προέβαλε το ποσοστό σφάλματος σε όλο το μέτρο 2.1, λαμβάνοντας ως βάση ποσοστό σφάλματος της τάξεως του 23,88 %. Υπολόγισε δε ένα ποσό 1 232 012,70 ευρώ για τις μεμονωμένες παρατυπίες και ένα ποσό 80 193 812,97 ευρώ για τις συστηματικές παρατυπίες.
  11. Κατά την προσβληθείσα απόφαση, τα διαπιστωθέντα συστημικά σφάλματα ήταν τα ακόλουθα:

–        χρηματοδότηση επιχειρήσεως η οποία δεν ήταν ΜΜΕ∙

–        τελικός δικαιούχος ο οποίος δεν πληρούσε τα εφαρμοστέα στις ΜΜΕ εθνικά κριτήρια για συμπληρωματική χρηματοδότηση ύψους 15 %∙

–        απαραδέκτως δηλωθείσες δαπάνες που αφορούσαν συμβάσεις μισθώσεως.

Β.      Υπόθεση C-54/13 P

  1. Με την απόφαση C(94) 1973, της 5ης Αυγούστου 1994, η Επιτροπή ενέκρινε το επιχειρησιακό πρόγραμμα του στόχου 1 στη Γερμανία (Arinco nº 94.DE.16.006) για το Βερολίνο (ανατολικό τμήμα), το οποίο προέβλεπε συμμετοχή των διαρθρωτικών ταμείων με ποσό ύψους 743 112 000 ecus, η οποία ανήλθε σε 779 154 000 ευρώ, με συγχρηματοδότηση του ΕΤΠΑ για ποσό 540 886 000 ευρώ.
  2. Διαχειρίστρια αρχή ορίστηκε το Υπουργείο Οικονομικών, Τεχνολογίας και Ισότητας του ομόσπονδου κράτους του Βερολίνου.
  3. Οι γερμανικές αρχές υπέβαλαν το αίτημά τους για οριστική πληρωμή στις 24 Μαρτίου 2003.
  4. Μεταξύ Φεβρουαρίου 2004 και Μαρτίου 2005, η Επιτροπή, μαζί με μια εξωτερική ελεγκτική εταιρία την οποία προσέλαβε πραγματοποίησαν διάφορους επιτόπιους ελέγχους στο πλαίσιο των ελέγχων περατώσεως των συγχρηματοδοτούμενων από το ΕΤΠΑ προγραμμάτων κατά την περίοδο προγραμματισμού 1994-1999.
  5. Στις 31 Μαΐου και στις 15 Δεκεμβρίου, η Επιτροπή διαβίβασε στις γερμανικές αρχές την έκθεση ελέγχου της, με την οποία διαπίστωσε διάφορες συστηματικές παρατυπίες σε σχέση με συγκεκριμένες δραστηριότητες, μεταξύ των οποίων, ειδικότερα, τη δήλωση μη επιλέξιμων δαπανών (δαπανών χωρίς έκπτωση για την αγορά προϊόντων, γενικών δαπανών οι οποίες δεν πραγματοποιήθηκαν, δηλώσεων δαπανών που υπερέβαιναν τις πραγματοποιηθείσες δαπάνες), παραβάσεις των κανόνων περί δημοσίων συμβάσεων και έλλειψη δικαιολογητικών. Για τα 29 σχέδια της παρεμβάσεως που ελέγχθηκαν τελικώς το ποσοστό σφάλματος ήταν της τάξεως του 7,56 %. Από τα 36 επιλεγέντα σχέδια, επτά δεν κατέστη δυνατόν να ελεγχθούν λόγω χρεοκοπίας.
  6. Αφού υποβλήθηκαν οι παρατηρήσεις και συμπληρωματικές πληροφορίες εκ μέρους των γερμανικών αρχών, η Επιτροπή κοινοποίησε τις προσωρινές της προτάσεις στις 26 Ιανουαρίου 2007∙ οι γερμανικές αρχές εξέφρασαν τις αντιρρήσεις τους συναφώς, ισχυριζόμενες ότι οι προτάσεις στερούνταν νομικής βάσεως, ενώ διαφώνησαν με την εφαρμογή δημοσιονομικών διορθώσεων κατ’ αποκοπήν και με τη μέθοδο της προβολής και προσκόμισαν πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία για τη νομιμότητα των δαπανών.
  7. Με την απόφαση C(2008) 1615 τελικό, της 29ης Απριλίου 2008 (στο εξής: προσβληθείσα απόφαση), η Επιτροπή μείωσε κατά 12 900 719,52 ευρώ την χρηματοδοτική ενίσχυση του ΕΤΠΑ. Η Επιτροπή στηρίχθηκε σε ποσοστό σφάλματος της τάξεως του 3,63 % στα 29 σχέδια που ελέγχθηκαν και εφάρμοσε διά προβολής δημοσιονομική διόρθωση που αντιπροσώπευε μείωση κατά 2,68 % της χρηματοδοτικής συνδρομής του ΕΤΠΑ στο συνολικό πρόγραμμα.

III – Οι αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου

  1. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας άσκησε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δύο προσφυγές, οι οποίες απορρίφθηκαν με αποφάσεις της 19ης Σεπτεμβρίου 2012, T‑265/08, Γερμανία κατά Επιτροπής, και της 21ης Νοεμβρίου 2012, T‑270/08, Γερμανία κατά Επιτροπής.
  2. Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τους λόγους ακυρώσεως που προέβαλε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηριζόμενη από την Ισπανία, τις Κάτω Χώρες και το Ηνωμένο Βασίλειο, οι οποίες παρεμβαίνουν και στην κατ’ αναίρεση δίκη.
  3. Κατ’ αρχάς, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστήριξε ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88 για την επιβολή μειώσεως των ενισχύσεων. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, ωστόσο, ότι τα διοικητικά σφάλματα που αποδίδονται στις γερμανικές αρχές μπορούν να θεωρηθούν ως εκδηλώσεις αντικανονικότητας υπό την έννοια της διατάξεως αυτής, ανεξαρτήτως του ορισμού της «παρατυπίας», όπως διατυπώνεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 2988/95, στον βαθμό που ο τελευταίος αυτός κανονισμός επιδιώκει διαφορετικούς σκοπούς και έχει διαφορετικό πεδίο εφαρμογής.
  4. Δεύτερον, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστήριξε ότι, στις περιπτώσεις του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88, δεν μπορούσε να εφαρμοστεί η μέθοδος της προβολής για τον υπολογισμό του ποσού της μειώσεως∙ στο επιχείρημα αυτό το Γενικό Δικαστήριο απάντησε ότι η προβολή αποτελούσε την πλέον ενδεδειγμένη μέθοδο για την εξασφάλιση του επιδιωκόμενου από τον κανονισμό σκοπού, μιας δημοσιονομικής, δηλαδή, διορθώσεως ικανής να καλύψει τις απώλειες που υπέστη ο προϋπολογισμός της Ένωσης.
  5. Τρίτον, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προσήψε στην Επιτροπή ότι στηρίχθηκε σε ανάλυση του Ελεγκτικού Συνεδρίου αντί να ελέγξει η ίδια επί τόπου τις περιστάσεις της υποθέσεως. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι κάτι τέτοιο δεν συνιστά παράβαση του ως άνω άρθρου 24, παράγραφος 2.
  6. Τέταρτον, το Γενικό Δικαστήριο δεν δέχθηκε ότι συνιστά παραβίαση των αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της ασφάλειας δικαίου και της συνεργασίας το γεγονός ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη την εσφαλμένη λογιστική καταχώριση ορισμένων επιχειρήσεων.
  7. Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο δεν δέχθηκε ότι η μέθοδος της προβολής είναι αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας.
  8. Κατά των ως άνω αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου ασκήθηκαν οι αιτήσεις αναιρέσεως που οδήγησαν στην παρούσα διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου.

IV – Οι αιτήσεις αναιρέσεως

  1. Η αίτηση αναιρέσεως C-549/12 P στηρίζεται σε δύο λόγους: 1) στη πλάνη περί το δίκαιο ως προς τον χαρακτηρισμό ορισμένων διοικητικών σφαλμάτων ως «παρατυπιών» και 2) στη πλάνη περί το δίκαιο λόγω εφαρμογής της μεθόδου της προβολής.
  2. Η αίτηση αναιρέσεως C-54/13 P περιλαμβάνει τους δύο ανωτέρω λόγους, καθώς και δύο επιπλέον: 1) τη πλάνη περί το δίκαιο λόγω παράνομης εφαρμογής δημοσιονομικών διορθώσεων κατ’ αποκοπήν και 2) την παράβαση από το Γενικό Δικαστήριο της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

V –    Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

Α.      Υπόθεση C-549/12 P

  1. Η πρώτη από τις αιτήσεις αναιρέσεως καταχωρίστηκε στο πρωτόκολλο του Δικαστηρίου στις 29 Νοεμβρίου 2012.
  2. Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο με το να θεωρήσει ότι τα διοικητικά σφάλματα των εθνικών αρχών είναι δυνατόν να συνιστούν αντικανονικότητα κατά την έννοια του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88. Κατά την άποψη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, η αντικανονικότητα πρέπει να ερμηνεύεται ως «παρατυπία» υπό την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 2988/95. Με την ερμηνεία του, το Γενικό Δικαστήριο παρέβη τόσο την αρχή αυτή όσο και την αρχή της δοτής αρμοδιότητας, όπως έχει κατοχυρωθεί από το άρθρο 5, παράγραφος 2, ΣΕΕ και από το άρθρο 7 ΣΛΕΕ.
  3. Η Επιτροπή απαντά ότι, στο πλαίσιο της από κοινού διαχειρίσεως των διαρθρωτικών πόρων, το άρθρο 24 του κανονισμού 4253/88 εφαρμόζεται στις δημοσιονομικές διορθώσεις που αφορούν, αφενός, τους δικαιούχους και, αφετέρου, τα κράτη μέλη και ότι, στη δεύτερη αυτή περίπτωση, δεν είναι απαραίτητη η από κοινού ερμηνεία των κανονισμών 4253/88 και 2988/95.
  4. Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο με το να κρίνει ότι οι παραβάσεις του εθνικού δικαίου και τα σφάλματα που δεν έχουν αντίκτυπο στον προϋπολογισμό της Ένωσης μπορούν, δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 2988/95, να συνιστούν αντικανονικότητα, κατά την έννοια του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88.
  5. Η Επιτροπή υποστηρίζει συναφώς ότι η έννοια της «αντικανονικότητας» περιλαμβάνει όλων των ειδών τις παραβάσεις των εφαρμοστέων κανόνων που μπορεί να αποτελούν κίνδυνο για τον προϋπολογισμό της Ένωσης και ότι η μη επιλεξιμότητα των δαπανών συνιστά τέτοιου είδους κίνδυνο.
  6. Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας αποδίδει στο Γενικό Δικαστήριο πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον αναγνώρισε στην Επιτροπή το δικαίωμα να πραγματοποιεί δημοσιονομικές διορθώσεις διά προβολής και ενέκρινε τον τρόπο εφαρμογής της προβολής που ακολούθησε η Επιτροπή στην κρινόμενη υπόθεση.
  7. Με το πρώτο σκέλος αυτού του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο της Ισπανίας και τη Γαλλική Δημοκρατία, υποστηρίζει ότι η προσβληθείσα απόφαση συνιστά παράβαση του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88 —το οποίο (σε αντίθεση με τα ρητώς προβλεπόμενα από τις εφαρμοστέες στην επόμενη περίοδο προγραμματισμού διατάξεις (7)) επιτρέπει τη λήψη μέτρων μόνο σε σχέση με πράξεις ή μέτρα των οποίων η αντικανονικότητα έχει πράγματι διαπιστωθεί—, καθώς και παραβίαση της αρχής της δοτής αρμοδιότητας.
  8. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με τους προσανατολισμούς για τις δημοσιονομικές διορθώσεις, τους οποίους υιοθέτησε για να προσδιορίσει τις διαδικασίες εφαρμογής του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88, όταν από τον έλεγχο αποδεικνύεται γενικευμένος κίνδυνος για όλο το επιχειρησιακό πρόγραμμα, πρέπει να είναι δυνατή η διόρθωση διά προβολής προκειμένου να αποφευχθεί η επιβάρυνση του προϋπολογισμού της Ένωσης με δαπάνες που δεν πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τις εφαρμοστέες διατάξεις.
  9. Με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο της Ισπανίας, υποστηρίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, το Γενικό Δικαστήριο έσφαλε με το να κρίνει ότι η Επιτροπή ορθώς προέβη στη διόρθωση διά προβολής στην επίδικη υπόθεση. Πρώτον, επειδή η εσφαλμένη λογιστική καταχώριση μεμονωμένων σχεδίων, εφόσον δεν ζημιώνει τον προϋπολογισμό της Ένωσης, δεν μπορεί να θεμελιώσει δημοσιονομική διόρθωση διά προβολής, διότι κάτι τέτοιο θα ήταν αντίθετο προς την αρχή της αναλογικότητας. Και δεύτερον, επειδή το Γενικό Δικαστήριο επικύρωσε τον χαρακτηρισμό από την Επιτροπή ορισμένων παρατυπιών ως συστηματικών, παρά την αντίθετη γνώμη του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
  10. Η Επιτροπή απαντά ότι είχε το δικαίωμα να προβεί σε διόρθωση διά προβολής στην περίπτωση εσφαλμένης λογιστικής καταχωρίσεως δαπανών η οποία ενέχει κίνδυνο ζημίας για τον προϋπολογισμό της Ένωσης και ότι ο χαρακτηρισμός των παρατυπιών ως συστηματικών στηρίχθηκε στο σημείο 5 των προσανατολισμών για τις δημοσιονομικές διορθώσεις και δεν συνδέεται με τα νομικά συμπεράσματα του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Κατά τα λοιπά, σύμφωνα με την ίδια, η προβολή είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας, καθόσον προβάλλεται στο λοιπό επιχειρησιακό πρόγραμμα ο συντελεστής σφάλματος που διαπιστώθηκε σε αντιπροσωπευτικό δείγμα.

Β.      Υπόθεση C-54/13 P

  1. Η δεύτερη αίτηση αναιρέσεως καταχωρίστηκε στο πρωτόκολλο του Δικαστηρίου στις 31 Ιανουαρίου 2013.
  2. Οι δύο πρώτοι λόγοι αναιρέσεως που προβάλλονται με αυτή την αίτηση αναιρέσεως συμπίπτουν κατ’ ουσίαν με τους λόγους που προβάλλονται στην υπόθεση C-549/12.
  3. Ειδικότερα, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δέχθηκε τις συστηματικές παρατυπίες που προέβαλε η Επιτροπή, στις οποίες περιλαμβάνονταν σφάλματα σχετικά με τις διατάξεις περί δημοσίων συμβάσεων και ικανά να θίξουν συγκεκριμένα μόνον τμήματα του επιχειρησιακού προγράμματος, καθώς και σφάλματα που αφορούν πολύ συγκεκριμένες και αμφιλεγόμενες περιπτώσεις.
  4. Επιπλέον, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας αμφισβητεί την ορθότητα της κρίσεως του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά την επιλογή από την Επιτροπή της ενδεδειγμένης διαδικασίας δειγματοληψίας και υποστηρίζει ότι ο συντελεστής σφάλματος που υιοθετήθηκε δεν είναι αντιπροσωπευτικός.
  5. Εξάλλου, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι είναι αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας η προβολή μη αντιπροσωπευτικών σφαλμάτων και σφαλμάτων αποτιμηθέντων κατ’ αποκοπήν, καθώς η δημοσιονομική διόρθωση υπερβαίνει έτσι την αποκατάσταση των χρηματοοικονομικών απωλειών τις οποίες όντως υπέστη ο προϋπολογισμός της Ένωσης.
  6. Η Επιτροπή αντιτάσσει στα ανωτέρω ότι οι διαπιστωθείσες παρατυπίες ήταν συστηματικής φύσεως, καθόσον αποδείκνυαν ανεπάρκεια των συστημάτων διαχειρίσεως και ελέγχου και ότι, εξάλλου, η δειγματοληψία πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με διεθνώς αναγνωρισμένη τεχνική. Τέλος, κατά την ίδια, η προβολή καθεαυτήν ως μέθοδος εκτιμήσεως και αποτιμήσεως του κινδύνου μιας παρεμβάσεως είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας.
  7. Ο τρίτος λόγος αναιρέσεως στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88, λόγω εφαρμογής δημοσιονομικών διορθώσεων κατ’ αποκοπήν.
  8. Η Επιτροπή διατείνεται συναφώς ότι ο υπολογισμός κατ’ αποκοπήν ενδείκνυται για παρατυπίες όπως οι επίμαχες, οι οποίες δεν έχουν ορισμένη αξία, και είναι σύμφωνος με την αρχή της αναλογικότητας, λαμβανομένης υπόψη της σοβαρότητας των δράσεων.
  9. Τέλος, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως στηρίζεται στην παράβαση από το Γενικό Δικαστήριο της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, στο μέτρο που δεν εξέτασε τα επιχειρήματα περί του παράνομου χαρακτήρα των δημοσιονομικών διορθώσεων κατ’ αποκοπήν∙ η Επιτροπή αμφισβητεί την παράβαση αυτή.
  10. Η επ’ ακροατηρίου συζήτηση των αιτήσεων αναιρέσεως διεξήχθη στις 9 Ιανουαρίου 2014 και παρέστησαν σε αυτήν η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, το Βασίλειο της Ισπανίας και η Επιτροπή.

VI – Εκτίμηση

  1. Επιφυλάσσομαι να τοποθετηθώ σε σχέση με καθέναν από τους λόγους αναιρέσεως που προβάλλει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, αλλά θα επικεντρωθώ λεπτομερέστερα στον δεύτερο από αυτούς, με τον οποίον τίθεται το ζήτημα κατά πόσον μπορεί να εφαρμοστεί η μέθοδος της προβολής για την επιβολή δημοσιονομικών διορθώσεων στην περίπτωση παρατυπιών που διαπιστώθηκαν σε δράσεις χρηματοδοτούμενες από το ΕΤΠΑ.

Α.      Πρώτος, κοινός και στις δύο αιτήσεις, λόγος αναιρέσεως

  1. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι το άρθρο 24, παράγραφος 2, του κανονισμού επιτρέπει στην Επιτροπή να επιβάλλει δημοσιονομικές διορθώσεις λόγω διοικητικών σφαλμάτων.
  2. Σύμφωνα με το σκεπτικό της Επιτροπής, επιβάλλεται κατ’ αρχάς η υπενθύμιση ότι, πέραν των γενικών υποχρεώσεων που απορρέουν από τις αρχές της καλόπιστης συνεργασίας και της διαδικαστικής αυτονομίας των κρατών μελών, όταν αυτά εφαρμόζουν διατάξεις της Ένωσης σχετικές με χρηματοδοτικά ταμεία ή προγράμματα της ίδιας της Ένωσης, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και οι αμοιβαίες ευθύνες τις οποίες υπέχουν η Επιτροπή και τα κράτη μέλη κατά την εκτέλεση του κοινοτικού προϋπολογισμού και οι οποίες εξειδικεύονται στο άρθρο 247 ΕΚ (νυν άρθρο 317 ΣΛΕΕ), στον κανονισμό 1605/2002 (στο εξής: δημοσιονομικός κανονισμός) (8), στον κανονισμό 2342/2002 (στο εξής: κανονισμός περί των κανόνων εφαρμογής) (9), και, στην επίδικη περίπτωση, στους κανονισμούς για τα διαρθρωτικά ταμεία.
  3. Δυνάμει όλων των ανωτέρω, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας έλαβε από την Ένωση χρηματοδοτική ενίσχυση την οποία υποχρεούται να διαχειρίζεται για λογαριασμό της Ένωσης, εξασφαλίζοντας τη χρήση της σύμφωνα με τις εφαρμοστέες διατάξεις.
  4. Όσον αφορά αυτού του είδους τη συνδιαχείριση χρηματοδοτικών συνεισφορών της Ένωσης, το Δικαστήριο έχει διαμορφώσει πάγια νομολογία στον τομέα των διαρθρωτικών ταμείων, ιδίως όσον αφορά το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ) και το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (ΕΚΤ) (10). Κατά την άποψή μου, η οποία συμπίπτει στο σημείο αυτό με της Επιτροπής, η εν λόγω νομολογία έχει εφαρμογή και στο ΕΓΤΠΕ, το οποίο, εξάλλου, είναι επίσης διαρθρωτικό ταμείο και του οποίου οι συνεισφορές προς τα κράτη μέλη επιδέχονται μόνον έμμεσο και όχι εξαντλητικό έλεγχο εκ μέρους της Επιτροπής.
  5. Κατά την εν λόγω νομολογία, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, μόνον «οι δαπάνες οι οποίες πραγματοποιούνται σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες καταλογίζονται στον κοινοτικό προϋπολογισμό» (11). Βεβαίως, η αναφορά στους «κοινοτικούς κανόνες» μπορεί να οδηγήσει στην άποψη ότι δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη η παράβαση των εθνικών κανόνων, όπως υποστηρίζει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Δεν συμμερίζομαι την άποψη αυτή.
  6. Δεδομένου ότι πρόκειται για από κοινού διαχείριση των πόρων της Ένωσης, είναι αναπόφευκτο η κοινοτική νομοθεσία —η οποία επικεντρώνεται στη γενική τήρηση των προϋποθέσεων κατανομής και διαχειρίσεως των χρηματοδοτούμενων από την Ένωση ενισχύσεων— να συμπληρώνεται από τους εθνικούς κανόνες οι οποίοι, εξειδικεύοντας αυτό το σύνολο γενικών κανόνων, καθιστούν δυνατό τον ακριβή προσδιορισμό των δικαιούχων των εν λόγω ενισχύσεων.
  7. Υπ’ αυτή την έννοια, οι κοινοτικές και οι εθνικές διατάξεις αποτελούν ένα σύνολο για τους σκοπούς του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88, το οποίο, όταν αναφέρεται σε «αντικανονικότητα [που συνεπάγεται] σημαντική αλλαγή […] τωνσυνθηκών εκτέλεσης της ενέργειας ή του μέτρου» (12), δεν μπορεί παρά να εννοεί το σύνολο των κανόνων που ορίζουν το περιεχόμενο και την έκταση των συνθηκών αυτών σε όλο τους το εύρος.
  8. Προαναγγέλλω, έτσι, την άποψή μου επί του ζητήματος που θέτει η Γερμανική Κυβέρνηση όσον αφορά τον κανόνα στον οποίον πρέπει να αναζητηθεί η έννοια της «αντικανονικότητας» ή «παρατυπίας» που μας απασχολεί εν προκειμένω. Και η άποψη αυτή κλίνει προς την ερμηνεία της Επιτροπής.
  9. Πράγματι, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι ως σημείο αναφοράς πρέπει να ληφθεί η έννοια της «παρατυπίας» που περιέχεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 2988/95, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σύμφωνα με το οποίο αποτελεί «[π]αρατυπία συνιστά κάθε παράβαση διάταξης του κοινοτικού δικαίου που προκύπτει από πράξη ή παράλειψη ενός οικονομικού φορέα, με πραγματικό ή ενδεχόμενο αποτέλεσμα να ζημιωθεί ο γενικός προϋπολογισμός των Κοινοτήτων […]».
  10. Θεωρώ ότι, δεδομένου του χαρακτήρα της ωςγενικού κανόνα που αναφέρεται στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, η διάταξη αυτή υποχωρεί, ως προς την εφαρμογή της, έναντι του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88, ειδικού κανόνα ο οποίος διέπει την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης στον συγκεκριμένο τομέα των διαρθρωτικών ταμείων.
  11. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η Επιτροπή μπορεί να καταργήσει ή να μειώσει μια χρηματοδοτική ενίσχυση μόνον εάν η διαπιστωθείσα παρατυπία αποδίδεται σε οικονομικό φορέα, όπως ορίζει το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 2988/95, με αποτέλεσμα να αποκλείονται οι παρατυπίες που αποδίδονται στην υπεύθυνη για τη διαχείριση της κοινοτικής ενισχύσεως εθνική διοικητική αρχή.
  12. Το Δικαστήριο έχει κρίνει, προς την κατεύθυνση αυτή, ότι «το άρθρο 24 του κανονισμού 4253/88 δεν προβαίνει σε καμία ποσοτική ή ποιοτική διάκριση ως προς τις παρατυπίες που μπορούν να επισύρουν τη μείωση μιας συνδρομής» (13). Η κρίση αυτή, καίτοι διατυπώθηκε σε απάντηση της παρατηρήσεως ότι οι διαπιστωθείσες παρατυπίες στην τότε επίδικη υπόθεση ήταν τεχνικού χαρακτήρα, μπορεί να επεκταθεί και σε περιπτώσεις στις οποίες, όπως εν προκειμένω, γίνεται επίκληση του δημόσιουχαρακτήρα του υποκειμένου στο οποίο αποδίδεται η παρατυπία.
  13. Τούτο ισχύει επειδή, όπως υπενθυμίζει η Επιτροπή, και σύμφωνα με τη διατύπωση της αποφάσεως της 24ης Ιανουαρίου 2002, C‑500/99 P, Conserve Italia κατά Επιτροπής (14), «το άρθρο 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88 […] αποτελεί τη νομική βάση των αξιώσεων της Επιτροπής περί επιστροφής». Επιβάλλεται, επομένως, μια ευρεία ερμηνεία της έννοιας της «αντικανονικότητας», όπως αυτή χρησιμοποιείται στην εν λόγω διάταξη· αντίθετη ερμηνεία θα της στερούσε το χρήσιμο αποτέλεσμά της, καθώς, δεν θα μπορούσαν να διορθωθούν οι αποδιδόμενες στην εθνική δημόσια διαχειρίστρια αρχή παρατυπίες, οι οποίες είναι αναπόφευκτες στο πλαίσιο της από κοινού διαχειρίσεως που χαρακτηρίζει τα διαρθρωτικά ταμεία.
  14. Θεωρώ, επομένως, ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε, στη σκέψη 40 της πρώτης από τις αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις, ότι «το γεγονός ότι οι εθνικές αρχές έχουν κεντρικό ρόλο στην εφαρμογή των μέτρων των διαρθρωτικών ταμείων συνηγορεί υπέρ μιας διασταλτικής ερμηνείας του όρου “παρατυπία” […], [καθόσον] ένα σφάλμα των εν λόγω αρχών συνιστά παρατυπία, κατά την έννοια του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88, βάσει της αρχής της χρηστής δημοσιονομικής διαχειρίσεως που προβλέπει το άρθρο 274 ΕΚ και της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας που προβλέπει το άρθρο 10 ΕΚ, τα οποία δεν παρέχουν ασυλία στα κράτη μέλη, και λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι το άρθρο 24 του κανονισμού 4253/88 είναι η μόνη διάταξη που επιτρέπει τη μείωση του ποσού της συνδρομής, αν η παρέμβαση δεν εξελιχθεί όπως είχε αρχικώς προβλεφθεί (15)».
  15. Τέλος, δεν συμμερίζομαι ούτε την άποψη ότι ασκούν επιρροή μόνον οι παρατυπίες που προκαλούν ζημία στον προϋπολογισμό της Ένωσης.
  16. Για μια ακόμη φορά, πρόκειται για προϋπόθεση που προβλέπεται από το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 2988/95, αλλά όχι και από το άρθρο 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88, το οποίο είναι εφαρμοστέο στην υπόθεση και κατά το οποίο οι παρατυπίες που ασκούν επιρροή είναι εκείνες που επιφέρουν σημαντική αλλαγή «των συνθηκών εκτέλεσης της ενέργειας ή του μέτρου, για την οποία δεν ζητήθηκε η έγκριση της Επιτροπής». Είναι προφανές ότι το ενδιαφέρον του νομοθέτη να εξασφαλίσει τη δέουσα εκτέλεση των ενεργειών και των μέτρων χρηματοδοτήσεως δικαιολογείται εν τέλει από το συμφέρον του να αποσοβήσει οποιονδήποτε κίνδυνο ζημίας των κοινοτικών προϋπολογισμών. Ακόμη, όμως, και χωρίς να φθάσει κάποιος σε αυτό το άκρο, είναι εξίσου προφανές ότι οποιαδήποτε παρατυπία, ακόμη και εκείνη που δεν προκαλεί άμεσα τέτοιον κίνδυνο ζημίας, καταδεικνύει ελάττωμα στη διαχείριση των δημόσιων πόρων, το οποίο, ως εκ της φύσεώς του, συνιστά κίνδυνο ζημίας για τον προϋπολογισμό. Τούτο ισχύει ανεξαρτήτως του ότι το άρθρο 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4235/88 έχει ακριβώς ως βασικό σκοπό τη χρηστή διαχείριση των πόρων της Ένωσης και ανεξαρτήτως, επομένως, κατά την άποψή μου, του αν οι διαπιστωθείσες παρατυπίες μεταφράζονται σε άμεση οικονομική ζημία.
  17. Κατόπιν των ανωτέρω, θεωρώ ότι ο πρώτος, κοινός και στις δύο αιτήσεις, λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

Β.      Δεύτερος, κοινός και στις δύο αιτήσεις, λόγος αναιρέσεως

  1. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο αναγνωρίζοντας στην Επιτροπή το δικαίωμα να προβαίνει σε δημοσιονομικές διορθώσεις με τη μέθοδο της προβολής και δεχόμενο την ορθή εφαρμογή της μεθόδου προβολής στην επίδικη υπόθεση.
  2. Επί της νομιμότητας της χρήσεως της μεθόδου προβολής στο πεδίο του ΕΤΠΑ
  3. Το επιχείρημα της Γερμανικής Κυβερνήσεως, το οποίο συμμερίζονται και η Ισπανική και η Γαλλική Κυβέρνηση, αφορά βασικά το περιεχόμενο της διατάξεως, καθώς στηρίζεται στο γεγονός ότι το άρθρο 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88 αναφέρεται σε «αντικανονικότητακαι, ιδίως, [σε] σημαντική αλλαγή της φύσης ή των συνθηκών εκτέλεσης της ενέργειας ή του μέτρου, για την οποία δεν ζητήθηκε η έγκριση της Επιτροπής» (16). Προκύπτει από τα ανωτέρω ότι μείωση ή κατάργηση της ενισχύσεως χωρεί μόνον εάν έχει πράγματι διαπιστωθεί συγκεκριμένη αντικανονικότητα ή αλλαγή και ότι αποκλείεται η πιθανότητα να εφαρμοστεί η μέθοδος της προβολής σε ενέργειες ή μέτρα που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο ελέγχου.
  4. Την ίδια συλλογιστική υποστήριξε ο γενικός εισαγγελέας A. La Pergola με τις προτάσεις του επί της υποθέσεως C-443/97, Επιτροπή κατά Ισπανίας (17), κατά τον οποίον «ηγραμματική διατύπωση [(18)του άρθρου 24 δεν επιτρέπει να συμπεριληφθούν στην έννοια της “παρατυπίας” παραβάσεις των κατά το άρθρο 23, παράγραφος 1, υποχρεώσεων, τέτοιες ώστε να δικαιολογούν αμιγείς μειώσεις» (19).
  5. Στα ανωτέρω πρέπει να προστεθεί το γεγονός ότι, σε αντίθεση με το άρθρο 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88, ο κανονισμός 1260/99, ο οποίος ήταν εφαρμοστέος κατά την περίοδο 2000-2006, εξουσιοδοτεί ρητώς την Επιτροπή, με το άρθρο του 39, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, να «πραγματοποιήσει τις απαιτούμενες δημοσιονομικές διορθώσεις» εάν διαπιστωθούν «σοβαρές ελλείψεις στα συστήματα διαχείρισης ή ελέγχου, ικανές να προκαλέσουν ανωμαλίες συστηματικής φύσεως» (στοιχείο γ΄ της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου). Διορθώσεις, οι οποίες συνίστανται, όπως ορίζει στη συνέχεια η παράγραφος αυτή, σε ολική ή μερική κατάργηση της σχετικής συμμετοχής των Ταμείων στη συγκεκριμένη παρέμβαση και των οποίων το ύψος προσδιορίζεται αφού ληφθεί υπόψη η «φύση της παρατυπίας ή της τροποποίησης, καθώς και [η] έκταση και [οι] δημοσιονομικές επιπτώσεις των ελλείψεων που διαπιστώθηκαν στα συστήματα διαχείρισης ή ελέγχου των κρατών μελών», εν πάση, δε, περιπτώσει, «σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας».
  6. Εν κατακλείδι, κατά τη Γερμανική Κυβέρνηση, τόσο από το περιεχόμενο του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88 όσο και από τις διατάξεις που εφαρμόστηκαν σχετικώς μεταγενέστερα απορρέει ότι η εν λόγω διάταξη δεν επιτρέπει τη χρήση της μεθόδου της προβολής.
  7. Στα επιχειρήματα αυτά μπορούν να αντιταχθούν τα επιχειρήματα που θα αναπτύξω στη συνέχεια: πρώτον, ότι το άρθρο 24 του κανονισμού 4253/88 πρέπει να ερμηνευθεί σε συνδυασμό με το προηγούμενό του άρθρο. Και δεύτερον, ότι η μεταγενέστερη εξέλιξη της εφαρμοστέας νομοθεσίας δεν είναι καθοριστική για την ερμηνεία της διατάξεως που μας απασχολεί εν προκειμένω.

α)     Το σύστημα των άρθρων 23 και 24 του κανονισμού 4253/88

  1. Κατά την άποψή μου, τα άρθρα 23 και 24 του κανονισμού 4253/88 έχουν νόημα μόνον εάν εκληφθούν ως σύστημα δομημένο, ακριβώς, γύρω από την έννοια της «αντικανονικότητας». Η πρώτη από τις δύο διατάξεις επιβάλλει, με την παράγραφό της 1, στα κράτη μέλη την υποχρέωση να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την τακτική εξακρίβωση της ορθής διεξαγωγής των ενεργειών που χρηματοδοτούνται από την Κοινότητα, για την πρόληψη και δίωξη των παρατυπιών και, αν παραστεί ανάγκη, για την ανάκτηση των απωλεσθέντων κεφαλαίων λόγω καταχρήσεως ή παραλείψεως (20). Πρόκειται, εν τέλει, για τη δημιουργία ενός συστήματος οικονομικού ελέγχου ικανού να εξασφαλίσει την ορθή επένδυση των κοινοτικών πόρων.
  2. Σε περίπτωση που τα κράτη μέλη δεν συμμορφωθούν ως οφείλουν με την υποχρέωση αυτή, είτε μη εγκαθιστώντας το κατάλληλο σύστημα ελέγχου είτε μη εφαρμόζοντάς το ορθώς σε συγκεκριμένη περίπτωση, υποπίπτουν σε πρόδηλη παρατυπία. Στην πρώτη περίπτωση, η αντίδραση του δικαίου της Ένωσης θα έπρεπε να εκδηλωθεί με την άσκηση προσφυγής κατά παραβάσεως (21), ενώ, στη δεύτερη περίπτωση, η μόνη απάντηση μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να είναι η κατάργηση ή μείωση της ενισχύσεως που προβλέπεται από το άρθρο 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88.
  3. Πράγματι, η σταθερή εμφάνιση ορισμένων ελλείψεων στο σύστημα ελέγχου ενός κράτους μέλους αποτελεί μία από τις περιπτώσεις που μπορούν να δημιουργήσουν εύλογες αμφιβολίες σχετικά με τη δικαιολόγηση συγκεκριμένης χρηματοδοτικής ενισχύσεως εκ μέρους της Ένωσης. Στις περιπτώσεις αυτές αναφέρεται η παράγραφος 1 του άρθρου 24 του κανονισμού 4253/88, όταν κάνει λόγο για «εκτέλεση ενεργείας ή μέτρου [που] δικαιολογεί τμήμα μόνο της χρηματοδοτικής συνδρομής που έχει χορηγηθεί». Όταν υπάρχουν τέτοιες ενδείξεις, η διάταξη υποχρεώνει την Επιτροπή να προβαίνει «σε εξέταση της περιπτώσεως στα πλαίσια της εταιρικής σχέσεως, ζητώντας από το κράτος μέλος […] να της υποβάλ[ει] παρατηρήσεις εντός τακτής προθεσμίας».
  4. Μετά την εξέταση αυτή, δυνάμει του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88, «η Επιτροπή μπορεί να μειώσει ή να αναστείλει τη συνδρομή για την εν λόγω ενέργεια ή μέτρο αν επιβεβαιωθεί ότι υπάρχει αντικανονικότητα και, ιδίως, σημαντική αλλαγή της φύσης ή των συνθηκών εκτέλεσης της ενέργειας ή του μέτρου». Κατά την άποψή μου, η αντικανονικότητα στο σύστημα ελέγχου μιας χρηματοδοτικής ενισχύσεως της Ένωσης επηρεάζει πολύ ουσιαστικά τιςσυνθήκες εκτελέσεωςτης ενέργειας ή του μέτρου για το οποίο έχει χορηγηθεί η ενίσχυση αυτή. Πρόκειται, πιθανώς, για το είδος αντικανονικότητας που αφορά πιο άμεσα τις συνθήκες αυτές.
  5. Επομένως, δεν βλέπω κανέναν λόγο να υποστηρίξω ότι οι παρατυπίες που αφορούν την παράβαση των υποχρεώσεων του άρθρου 23, παράγραφος 1, του κανονισμού 4253/88 δεν μπορούν να περιληφθούν στις παρατυπίες που δικαιολογούν κατάργηση ή μείωση της ενισχύσεως, σύμφωνα με το άρθρο 24, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού. Το γεγονός, δε, αυτό, όπως θα δούμε, δικαιολογεί τη χρήση της μεθόδου της προβολής, καθώς, ως εκ της φύσεώς τους, οι παρατυπίες ενός συστήματος ελέγχου μπορούν να επηρεάσουν το σύνολο των ενεργειών που εντάσσονται στο σύστημα αυτό και, αφού αναγνωριστούν ως ελαττώματα συστημικής φύσεως, μπορούν να διορθωθούν μόνον με την προβολή τους επί του συνόλου των εν λόγω ενεργειών.

β)     Η μεταγενέστερη νομοθεσία και η σημασία της για την ερμηνεία του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88

  1. Βεβαίως, όπως υποστηρίζει η Γερμανική Κυβέρνηση, η εφαρμοστέα κατά την περίοδο 2000-2006 νομοθεσία παρέχει ρητώς στην Επιτροπή τη δυνατότητα «να πραγματοποιήσει τις απαιτούμενες δημοσιονομικές διορθώσεις», αν αποδειχθούν «σοβαρές ελλείψεις στα συστήματα διαχείρισης ή ελέγχου, ικανές να προκαλέσουν ανωμαλίες συστηματικής φύσεως» (άρθρο 39, παράγραφοι 2, στοιχείο γ΄, και 3, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1260/99). Τούτο, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι σύμφωνα με την προηγούμενη νομοθεσία δεν ήταν επίσης δυνατή η ίδια αντιμετώπιση, έστω και δυνάμει μιας εξουσίας που έπρεπε να θεωρηθεί ότι παρείχε σιωπηρώς ο συνδυασμός των άρθρων 23 και 24 του κανονισμού 4253/88 (22).
  2. Αυτό δέχθηκε και το ίδιο το Δικαστήριο, όταν έκρινε ότι οι κανόνες που τέθηκαν με το έγγραφο της Επιτροπής της 15ης Οκτωβρίου 1997, με τίτλο «Καθαρές δημοσιονομικές διορθώσεις στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 24 του κανονισμού (ΕΟΚ) 4253/88» (23), και που εφαρμόστηκαν στις επίδικες εν προκειμένω υποθέσεις, εκφράζουν «τις γενικές γραμμές βάσει των οποίων η Επιτροπή μελετά, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 24 […], την έκδοση μεταγενεστέρως ατομικών πράξεων, η νομιμότητα των οποίων μπορεί να αμφισβητηθεί εκ μέρους του ενδιαφερομένου κράτους μέλους ενώπιον του Δικαστηρίου» (24). Τα σημεία 5 και 6 του εγγράφου αυτού αναφέρονται ρητώς στις δημοσιονομικές διορθώσεις σε περιπτώσεις παρατυπιών που καταδεικνύουν συστηματικά ελαττώματα στη διαχείριση, τον έλεγχο ή την επαλήθευση των λογαριασμών. Παρατυπίες των οποίων ο κίνδυνος, λόγω των ίδιων των ελαττωμάτων που καταδεικνύουν, μπορεί να αποτιμηθεί μόνο με τη μέθοδο της προβολής.
  3. Δεν μπορεί στα ανωτέρω να αντιταχθεί ότι, με τον τρόπο αυτόν, η Επιτροπή, όχι μόνο δεν ασκεί την αρμοδιότητα που της αναγνωρίζει το άρθρο 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88, αλλά και ασκεί μια αρμοδιότητα που στην πραγματικότητα της απαγορεύεται από τη διάταξη αυτή, καθώς, και πάλι κατά τη διατύπωση του Δικαστηρίου σε σχέση με τις κατευθύνσεις που περιέχονται στο έγγραφο «Καθαρές δημοσιονομικές διορθώσεις», «[ο]υδαμώς απαγορεύεται στην Επιτροπή, προκειμένου να κάνει πλήρως χρήση της μνημονευθείσας στην προηγούμενη σκέψη δυνατότητας [(25)], να εκδώσει εσωτερικούς προσανατολισμούς σχετικά με τις οικονομικές διορθώσεις στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 24 του κανονισμού περί συντονισμού και να αναθέσει στις οικείες υπηρεσίες την αποστολή εκτελέσεώς τους» (26).
  4. Κατά τα λοιπά, οι διαφορές μεταξύ του εφαρμοστέου κατά την περίοδο 2000-2006 προτύπου και του επίμαχου εν προκειμένω είναι αμελητέες όσον αφορά μια από τις πλέον ευαίσθητες πτυχές του ζητήματος, τη δυνατότητα, δηλαδή, των κρατών μελών να προασπίσουν τα δικαιώματα και συμφέροντά τους.
  5. Πράγματι, δικαίως η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι το σύστημα του κανονισμού 1260/99 παρέχει στο κράτος μέλος τη δυνατότητα να υποβάλλει παρατηρήσεις και να διαβουλεύεται με την Επιτροπή όταν δεν είναι σύμφωνο με τις παρατηρήσεις της τελευταίας, υποχρεώνοντας τα δύο μέρη να καταβάλλουν προσπάθειες για την επίτευξη συμφωνίας «σε συνεργασία βασιζόμενη στην εταιρική σχέση» (άρθρο 39, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο). Βεβαίως, η εγγύηση αυτή δεν αποκλείεται από το άρθρο 24 του κανονισμού 4253/88, η παράγραφος 1 του οποίου αναφέρεται σε κατάλληλη εξέταση της υποθέσεως εκ μέρους της Επιτροπής «στα πλαίσια της εταιρικής σχέσεως» και βάσει των παρατηρήσεων που της υποβάλλει το κράτος μέλος. Αυτό συνέβη στις δύο επίδικες υποθέσεις, χωρίς να μπορεί να υποστηριχθεί ούτε κατ’ ελάχιστον οποιαδήποτε υποψία προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας των εθνικών αρχών από τις ενέργειες της Επιτροπής.
  6. Στα ανωτέρω πρέπει να προστεθεί ότι οι ενέργειες της Επιτροπής κινήθηκαν εντός των κανόνων που προβλέπονται από τις προαναφερθείσες «Καθαρές δημοσιονομικές διορθώσεις», οι οποίες έχουν δημοσιοποιηθεί και για τις οποίες το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι «συμβάλλουν στη διασφάλιση ότι, οσάκις η Επιτροπή λαμβάνει αποφάσεις κατ’ εφαρμογήν της ανωτέρω διατάξεως, τα κράτη μέλη ή οι αρχές που αυτά έχουν ορίσει απολαύουν, επί συγκρισίμων καταστάσεων, ταυτόσημης μεταχειρίσεως [, ενώ] ενδέχεται να ενισχύουν τη διαφάνεια των ατομικών αποφάσεων που απευθύνονται στα κράτη μέλη» (27). Θέτουν, εν τέλει, όπως προανέφερα, «τις γενικές γραμμές βάσει των οποίων η Επιτροπή μελετά, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 24 […], την έκδοση μεταγενεστέρως ατομικών πράξεων, η νομιμότητα των οποίων μπορεί να αμφισβητηθεί εκ μέρους του ενδιαφερομένου κράτους μέλους ενώπιον του Δικαστηρίου» (28), έτσι ώστε, τελικώς, να μη θίγεται το δικαίωμα του εμπλεκόμενου κράτους μέλους στην αποτελεσματική ένδικη προστασία.
  7. Κατά τη γνώμη μου, επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν έσφαλε με το να κρίνει ότι «[η] ζημία [που υπέστη ο προϋπολογισμός της Ένωσης] πρέπει να διορθωθεί στο σύνολό της, διότι τυχόν μη εκπλήρωση της εν λόγω υποχρεώσεως συνιστά παραβίαση της αρχής της χρηστής δημοσιονομικής διαχειρίσεως, την οποία οφείλουν να τηρούν η Επιτροπή και τα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 274 ΕΚ. Συνεπώς, η Επιτροπή πρέπει να έχει τη δυνατότητα μειώσεως της συνδρομής, στο μέτρο που τούτο αντανακλά την έκταση της παρατυπίας που διαπίστωσε στο πλαίσιο της κατ’ αντιμωλία διαδικασίας, δυνάμει του άρθρου 24, παράγραφος 1, του κανονισμού 4253/88» (29).
  8. Επίσης, το Γενικό Δικαστήριο δεν έσφαλε με το να κρίνει ότι, λόγω της ανάγκης να αποδοθεί η συστηματική διάσταση των διαπιστωθεισών παρατυπιών και λαμβανομένου υπόψη ότι «η Επιτροπή δεν έχει στη διάθεσή της πληροφορίες για το σύνολο των ελέγχων που έχει διενεργήσει το οικείο κράτος μέλος […], η χρησιμοποίηση της μεθόδου της προβολής αποτελεί το επαρκέστερο μέσο για τη διασφάλιση των σκοπών που επιδιώκει το άρθρο 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88» (30).
  9. Πράγματι, στο μέτρο που η Επιτροπή δεν ασκεί η ίδια τον δημοσιονομικό έλεγχο των ενισχύσεων, ούτε διαθέτει όλα τα στοιχεία για το σύνολο των ελέγχων που πραγματοποιούν οι εθνικές αρχές, αλλά παραμένει υποχρεωμένη να μεριμνά για τη διασφάλιση των πόρων του προϋπολογισμού της Ένωσης, είναι προφανές ότι μπορεί να εκπληρώσει την υποχρέωση αυτή μόνον εάν χρησιμοποιήσει μια μέθοδο όπως αυτή της προβολής, η οποία επιτρέπει την προβολή των αποτελεσμάτων που έδωσαν οι δειγματοληπτικοί έλεγχοι, τους οποίους διενεργεί η Επιτροπή, στο σύνολο των ενισχύσεων. Με άλλα λόγια, στον κατ’ ανάγκην μερικό και επιλεκτικό χαρακτήρα των ελέγχων που πραγματοποιεί η Επιτροπή πρέπει να αντιστοιχεί μια μέθοδος διορθώσεως που να έχει τον ίδιο χαρακτήρα. Εξυπακούεται ότι, όπως θα εκτεθεί στη συνέχεια, η εν λόγω μέθοδος πρέπει να εφαρμόζεται με τις απαραίτητες εγγυήσεις όσον αφορά την αξιοπιστία της προβολής των αποτελεσμάτων επί του συνόλου των ενισχύσεων.
  10. Αφού έγινε δεκτή επί της αρχής η καταλληλότητα της μεθόδου της προβολής για την εφαρμογή δημοσιονομικών διορθώσεων όσον αφορά το ΕΤΠΑ, πρέπει τώρα να διαπιστωθεί αν ήταν σύννομη η εφαρμογή της μεθόδου αυτής στις επίδικες υποθέσεις.
  11. Επί της εφαρμογής της μεθόδου της προβολής στις επίδικες υποθέσεις
  12. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο με το να κρίνει ορθές τις διορθώσεις που εφαρμόστηκαν σε κάθε υπόθεση βάσει της μεθόδου της προβολής.

α)     Υπόθεση C-549/12

  1. Σε σχέση με την αναιρεσιβαλλόμενη στην υπόθεση C‑549/12 απόφαση, οι γερμανικές αρχές υποστηρίζουν ότι, δεδομένου ότι δεν υπήρξε ζημία για τον προϋπολογισμό της Ένωσης, η Επιτροπή θα έπρεπε να είχε αποκλείσει την εσφαλμένη λογιστική καταχώριση μεμονωμένων σχεδίων, της οποίας η προβολή είχε ως συνέπεια υπεραντιστάθμιση προς όφελος της Ένωσης και ήταν αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας. Εξάλλου, κατά τη Γερμανική Κυβέρνηση, η Επιτροπή δεν έπρεπε να αποστεί χωρίς ρητή και τεκμηριωμένη αιτιολόγηση από την άποψη του Ελεγκτικού Συνεδρίου όσον αφορά τον μη συστημικό χαρακτήρα ορισμένων παρατυπιών.
  2. Όσον αφορά την πρώτη από τις δύο αιτιάσεις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 51 έως 53 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τα πέντε σχέδια των οποίων η λογιστική μεταχείριση, κατά τη Γερμανική Κυβέρνηση, δεν προκάλεσε καμιά ζημία στον προϋπολογισμό της Ένωσης θα μπορούσαν να είχαν λάβει ενίσχυση σύμφωνα με το μέτρο 1.1, αλλά στην πραγματικότητα την έλαβαν ως μη όφειλαν σύμφωνα με το μέτρο 2.1, καθώς είχε παρέλθει η προθεσμία εντός της οποίας μπορούσε ένα σχέδιο να υπαχθεί σε διαφορετικό μέτρο.
  3. Βεβαίως, στη σκέψη 52 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως αναφέρεται ότι «για την επιβολή δημοσιονομικής διορθώσεως αρκεί η ύπαρξη των εν λόγω παρατυπιών, χωρίς να απαιτείται ο κοινοτικός προϋπολογισμός να έχει υποστεί συγκεκριμένη χρηματοοικονομική ζημία». Τούτο δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι στην επίδικη υπόθεση δεν προκλήθηκε συγκεκριμένη ζημία. Στη σκέψη 50, μάλιστα, έκρινε ότι ένα σχέδιο (το Tralag Landmaschinen) επωφελήθηκε από συμπληρωματική χρηματοδότηση 15 % χωρίς να το δικαιούται. Και τα τέσσερα λοιπά προγράμματα θα είχαν χρηματοδοτηθεί αν είχαν ενταχθεί στο μέτρο 1.1, αλλά δεν δικαιούνταν να χρηματοδοτηθούν στο πλαίσιο του μέτρου 2.1, όπως συνέβη. Η παρατυπία αυτή είχε ως συνέπεια να χρηματοδοτηθούν σχέδια τα οποία δικαιούνταν μεν χρηματοδότηση γενικώς, πλην όμως αυτή ήταν συγκεκριμένα δυνατή μόνον εάν πληρούνταν ορισμένες προϋποθέσεις που επιβάλλονταν από την Ένωση και των οποίων την πλήρωση όφειλε να επιβάλει το κράτος μέλος. Κατά την άποψή μου, αυτό μεταφράζεται σε πρόδηλη ζημία για τον κοινοτικό προϋπολογισμό, εις βάρος του οποίου χρηματοδοτήθηκαν σχέδια που δεν πληρούσαν τις προβλεπόμενες σχετικώς προϋποθέσεις.
  4. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι τα σχέδια στα οποία αναφέρεται η Γερμανική Κυβέρνηση δεν είχαν ως συνέπεια συγκεκριμένη οικονομική ζημία, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούσε να εφαρμοστεί σε αυτά η μέθοδος της προβολής. Αντικείμενο της προβολής δεν είναι, όπως υποστηρίζει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, το οικονομικό αποτέλεσμα μιας παρατυπίας, αλλά η ίδια η παρατυπία ως τέτοια. Τα εν λόγω σχέδια μπορεί να μην προκάλεσαν συγκεκριμένη οικονομική ζημία, αλλά έπασχαν σοβαρή παρατυπία, καθόσον δεν αποτελούσαν ΜΜΕ, και, ως εκ τούτου, δεν πληρούσαν μια από τις κύριες προϋποθέσεις της χρηματοδοτήσεως.
  5. Συμφωνώ, επομένως, με το συμπέρασμα που διατυπώνει στη σκέψη 66 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο, ότι «οι εσφαλμένες λογιστικές καταχωρίσεις που αφορούν επιχειρήσεις οι οποίες δεν είναι ΜΜΕ είναι συστηματικού χαρακτήρα, στο μέτρο που απηχούν τηνανεπάρκεια διαχειρίσεως, ελέγχου ή λογιστικού ελέγχου, η οποία διαπιστώθηκε επανειλημμένως και απαντάται πιθανότατα και σε μια σειρά παρεμφερών περιπτώσεων [(31)]. Η Επιτροπή χαρακτήρισε, συνεπώς, ορθώς τις εσφαλμένες λογιστικές καταχωρίσεις που αφορούσαν επιχειρήσεις οι οποίες δεν ήταν ΜΜΕ ως συστηματικές παρατυπίες».
  6. Θεωρώ επίσης συναφώς ότι η Επιτροπή δεν δεσμευόταν από την άποψη του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθόσον, σύμφωνα με τη σκέψη 65 της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, «από το γράμμα του άρθρου 24 του κανονισμού 4253/88 ουδόλως προκύπτει ότι, κατά την άσκηση των προνομίων που απονέμει το άρθρο αυτό, η Επιτροπή δεσμεύεται από τις παρατηρήσεις του ελεγκτικού οργάνου. Αντιθέτως, στην Επιτροπή απόκειται να εκτιμήσει η ίδια τις διαπιστωθείσες παρατυπίες. Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση απηχεί την εκτίμηση της Επιτροπής και όχι του Ελεγκτικού Συνεδρίου».
  7. Κατά τα λοιπά, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν αμφισβητεί αυστηρά το κύρος του λογιστικού ελέγχου που πραγματοποίησε η Επιτροπή, αλλά μόνον τον αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα της διεξαχθείσας δειγματοληψίας, από την οποία, κατά την άποψή της, έπρεπε να εξαιρεθούν οι παρατυπίες που διαπιστώθηκαν στα σχέδια που, επίσης κατά την άποψή της, δεν προκάλεσαν ζημία στον προϋπολογισμό της Ένωσης. Πέραν της περιστάσεως αυτής —η οποία συμφωνώ με το Γενικό Δικαστήριο ότι δεν ασκεί επιρροή στην υπόθεση—, η Γερμανική Κυβέρνηση δεν αμφισβητεί το κύρος του λογιστικού ελέγχου, ο οποίος, βάσει ενός αρκούντως αντιπροσωπευτικού δείγματος, κατέδειξε παρατυπία που μπορεί ευλόγως να χαρακτηριστεί ως συστηματική και, ως τέτοια, να προβληθεί στο σύνολο των χρηματοδοτηθέντων προγραμμάτων. Ακριβώς, λοιπόν, στο μέτρο στο οποίο η προβολή μιας παρατυπίας εφαρμόστηκε βάσει ενός αρκούντως αντιπροσωπευτικού δείγματος, είναι προφανές ότι το αποτέλεσμα της προβολής δεν μπορεί, ως εκ της φύσεώς του, παρά να είναι σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας.

β)     Υπόθεση C-54/13

  1. Όσον αφορά την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στην υπόθεση C‑54/13, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ως συστηματικές παρατυπίες ορισμένα σφάλματα που αναφέρονται σε πολύ συγκεκριμένες και αμφιλεγόμενες περιπτώσεις, καθώς και με το να δεχθεί τη χρήση ακατάλληλης διαδικασίας δειγματοληψίας, κατά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, η οποία οδήγησε σε υπεραντιστάθμιση των οικονομικών απωλειών τις οποίες όντως υπέστη η Ένωση.
  2. Στο σημείο αυτό, θεωρώ αναγκαίο να επισημανθεί ότι τα ίδια τα όρια της αιτήσεως αναιρέσεως δεν επιτρέπουν στο Δικαστήριο να εισέλθει εκ νέου στην εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο, μόνον επειδή η αναιρεσείουσα προβάλλει την ιδιαίτερη διαφωνία της με την εκτίμηση αυτήν (32).
  3. Οι περιπτώσεις τις οποίες η Γερμανική Κυβέρνηση χαρακτηρίζει αμφιλεγόμενες (τα σχέδια αρ. 8 και 20) δεν θεωρήθηκαν τέτοιες από την Επιτροπή ούτε από το ίδιο το Γενικό Δικαστήριο, το οποίο, εν πάση περιπτώσει, τις στάθμισε μαζί με άλλες και κατέληξε στο αιτιολογημένο συμπέρασμα ότι ήταν ενδεικτικές μιας σειράς συστηματικών παρατυπιών επί των οποίων μπορούσε να εφαρμοστεί η μέθοδος της προβολής. Δεν θεωρώ ότι, υπ’ αυτές τις συνθήκες, η αίτηση αναιρέσεως αποτελεί το κατάλληλο μέσο για να εκφράσει απλώς τη διαφωνία του ένα από τα μέρη.
  4. Όσον αφορά την καταλληλότητα της διαδικασίας δειγματοληψίας που εφαρμόστηκε στην υπόθεση, η Επιτροπή, αφού επανέλαβε ότι, λόγω της από κοινού διαχειρίσεως των πόρων, η Ένωση μπορεί να προβαίνει σε σποραδικούς μόνον ελέγχους, με τη χρήση δειγματοληπτικών μεθόδων, ισχυρίζεται ότι στην επίδικη υπόθεση χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος MUS («monetary unit sampling»), μια διεθνώς αναγνωρισμένη τεχνική, η οποία, εφαρμοζόμενη σε επιλογή 36 επιλεγμένες δράσεις (οι οποίες αντιπροσωπεύουν το 32,3 % των δαπανών που δηλώθηκαν στο πλαίσιο της επίμαχης παρεμβάσεως), προσφέρει ένα δείγμα αρκούντως αντιπροσωπευτικό ώστε να επιτρέπει την προβολή στις λοιπές συγχρηματοδοτηθείσες δράσεις.
  5. Το Γενικό Δικαστήριο συμμερίστηκε την άποψη της Επιτροπής στις σκέψεις 113 έως 115 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, επισημαίνοντας, επιπλέον, ότι η επίμαχη μέθοδος είχε καταρτιστεί ex ante για τους ελέγχους περατώσεως των προγραμμάτων που είχε συγχρηματοδοτήσει το ΕΤΠΑ κατά την περίοδο προγραμματισμού 1994‑1999 και εφαρμόστηκε στο σύνολο των λογιστικών ελέγχων που διεξήχθησαν σε όλα τα κράτη μέλη, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι είχαν όλα την ίδια μεταχείριση.
  6. Κατά την άποψή μου, το Δικαστήριο δεν πρέπει να αναθεωρήσει αυτή την αιτιολογημένη και εύλογη εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου.

Γ.      Τρίτος λόγος αναιρέσεως στην υπόθεση C-54/13

  1. Με αυτόν τον λόγο αναιρέσεως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει, για μια ακόμη φορά, ότι το άρθρο 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88 επιτρέπει διορθώσεις μόνον στην περίπτωση συγκεκριμένων και ειδικών παρατυπιών, με αποτέλεσμα να αποκλείονται οι κατ’ αποκοπήν διορθώσεις, οι οποίες είναι καθεαυτές ανακριβείς και στηρίζονται σε εν δυνάμει παρατυπίες.
  2. Είναι, ωστόσο, αληθές, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, ότι οι εσωτερικοί προσανατολισμοί της 15ης Οκτωβρίου 1997 αναφέρονται ρητώς, στο σημείο 7, στις κατ’ αποκοπήν διορθώσεις ως αναγκαία μέθοδο για τη διόρθωση κάποιων ειδών παρατυπιών χωρίς ορισμένη οικονομική αξία. Εν πάση περιπτώσει, και για τους λόγους για τους οποίους υποστήριξα την απόρριψη των προηγούμενων λόγων αναιρέσεως, θεωρώ ότι δεν πρέπει να γίνει δεκτή ούτε αυτή η αιτίαση, σύμφωνα με την οποία το άρθρο 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88 επιτρέπει μόνον τη διόρθωση συγκεκριμένων παρατυπιών.
  3. Όσον αφορά, τέλος, τον υποτιθέμενο δυσανάλογα επαχθή χαρακτήρα των διορθώσεων της Επιτροπής, θεωρώ ότι το Γενικό Δικαστήριο, με τις εκτιμήσεις που διατύπωσε στις σκέψεις 128 έως 134 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο ικανή να οδηγήσει σε αναθεώρηση στο πλαίσιο αναιρετικής διαδικασίας.
  4. Επομένως, πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να απορριφθεί και αυτός ο λόγος αναιρέσεως.

Δ.      Τέταρτος λόγος αναιρέσεως στην υπόθεση C-54/13

  1. Τέλος, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε αναιτιολόγητα τα επιχειρήματά της περί του παράνομου χαρακτήρα των κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικών διορθώσεων.
  2. Όπως υποστήριξε η Επιτροπή, η απάντηση στα δύο σχετικά επιχειρήματα βρίσκεται στις σκέψεις 95 έως 108 και 128 έως 134 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.
  3. Ειδικότερα, αφού αναφέρθηκε, με τη σκέψη 84 της αποφάσεώς του, στην άποψη των γερμανικών αρχών ότι δεν μπορούσαν εν προκειμένω να εφαρμοστούν και να προβληθούν στο σύνολο διορθώσεις κατ’ αποκοπήν, το Γενικό Δικαστήριο απάντησε, με τη σκέψη 96, ότι το άρθρο 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88 παρέχει στην Επιτροπή εξουσία μειώσεως και μεγάλο περιθώριο χειρισμών, χωρίς να της θέτει περιορισμούς στην επιλογή των μεθόδων που δύναται να χρησιμοποιεί για τον προσδιορισμό του ποσού της διορθώσεως. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, με την αναφορά αυτή στην ελεύθερη επιλογή μεθόδων, η εν λόγω διάταξη παρέχει στην Επιτροπή την κατάλληλη νομική βάση για τη χρήση της μεθόδου που χρησιμοποιήθηκε συγκεκριμένα στην επίδικη υπόθεση.
  4. Βεβαίως, το Γενικό Δικαστήριο επικεντρώνεται, στη συνέχεια, με τις σκέψεις 97 έως 108, στην εξέταση της μεθόδου προβολής. Τούτο, όμως, δεν σημαίνει ότι απέφυγε να εξετάσει το ζήτημα της μεθόδου των κατ’ αποκοπήν διορθώσεων. Αντιθέτως, αναφέρεται σε αυτές στις σκέψεις 128 έως 134.
  5. Κατά την άποψή μου, είναι σαφές, στο πλαίσιο αυτό, ότι το ζήτημα δεν ήταν τόσο η νομιμότητα της μεθόδου της εφαρμογής διορθώσεων κατ’ αποκοπήν όσο αυτό του δυσανάλογα επαχθούς χαρακτήρα των αποτελεσμάτων της στην προκειμένη περίπτωση. Το ζήτημα αυτό επιλύθηκε από το Γενικό Δικαστήριο κατά τρόπο με τον οποίο μπορεί κάποιος να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει, αλλά ο οποίος δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι στερείται αιτιολογίας. Επομένως, και αυτός ο λόγος αναιρέσεως πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να απορριφθεί.

VII – Δικαστικά έξοδα

  1. Κατά τα άρθρα 138, παράγραφος 1, και 140, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα οποία έχουν εφαρμογή στην κατ’ αναίρεση δίκη δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού, προτείνω στο Δικαστήριο να καταδικάσει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στα δικαστικά έξοδα και να ορίσει ότι το Βασίλειο της Ισπανίας και η Γαλλική Δημοκρατία φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

VIII – Πρόταση

  1. Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο:

1)      Να απορρίψει τις αιτήσεις αναιρέσεως.

2)      Να καταδικάσει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στα δικαστικά έξοδα.

3)      Να αποφασίσει ότι το Βασίλειο της Ισπανίας και η Γαλλική Δημοκρατία φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

1 —      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ισπανική.

2 —      Αντί άλλων, αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 1993, C-55/91, Ιταλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1993, σ. I-4813), της 30ής Νοεμβρίου 2000, C-436/98, HMIL (Συλλογή 2000, σ. I-10555), και της 4ης Μαρτίου 2004, C-344/01, Γερμανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. I-2081).

3 —      Κανονισμός του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1988, για τις διατάξεις εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 2052/88 όσον αφορά τον συντονισμό των παρεμβάσεων των διαφόρων διαρθρωτικών ταμείων μεταξύ τους καθώς και με τις παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και των λοιπών υφιστάμενων χρηματοδοτικών οργάνων (ΕΕ L 374, σ. 1).

4 —      ΕΕ L 185, σ. 9.

5 —      Κανονισμός του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 312, σ. 1).

6 —      Κανονισμός της Επιτροπής, της 15ης Οκτωβρίου 1997, για τον καθορισμό των λεπτομερών διατάξεων του κανονισμού (ΕΟΚ) 4253/88 του Συμβουλίου όσον αφορά το δημοσιονομικό έλεγχο των δράσεων που συγχρηματοδοτούνται από τα διαρθρωτικά ταμεία ο οποίος διενεργείται από τα κράτη μέλη (ΕΕ L 290, σ. 1).

7 —      Κανονισμός (ΕΚ) 1260/1999 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 1999, περί γενικών διατάξεων για τα διαρθρωτικά Ταμεία (ΕΕ L 161, σ. 1).

8 —      Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 25/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 248, σ. 1).

9 —      Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του κανονισμού 1605/2002 του Συμβουλίου, για τη θέσπιση του Δημοσιονομικού Κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 357, σ. 1).

10 —      Γενικώς, απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2005, C-199/03, Ιρλανδία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. I-8027).

11 —      Προπαρατεθείσα απόφαση Ιρλανδία κατά Επιτροπής (σκέψη 26), όπου παρατίθεται η ως άνω απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1993, Ιταλία κατά Επιτροπής (σκέψη 67). Το Δικαστήριο έκρινε εφαρμοστέα επί του ΕΚΤ την αρχή αυτή, η οποία είχε διακηρυχθεί αρχικώς σε σχέση με τον ΕΓΤΠΕ.

12 —      Η υπογράμμιση δική μου.

13 —      Προπαρατεθείσα απόφαση Ιρλανδία κατά Επιτροπής (σκέψη 30).

14 —      Συλλογή 2002, σ. I-867, σκέψη 88.

15 —      Η ίδια συλλογιστική ακολουθείται και στη σκέψη 28 της δεύτερης αναιρεσιβαλλομένης στην παρούσα δίκη αποφάσεως.

16 —      Η υπογράμμιση δική μου.

17 —      Προτάσεις της 28ης Οκτωβρίου 1999 (απόφαση της 6ης Απριλίου 2000, Συλλογή 2000, σ. I‑2415 (σημεία 18 έως 24).

18 —      Υπογραμμισμένο στο πρωτότυπο.

19 —      Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα A. La Pergola (σημείο 21).

20 —      Υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, C-465/10, Chambre de Commerce et d’Industrie de l’Indre (Συλλογή 2011, σ. I-1408, σκέψη 35).

21 —      Αυτό προκύπτει από τη διάταξη του Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 1996, C‑325/94 P, An Taisce και WWF UK κατά Επιτροπής (Συλλογή 1996, σ. I-3727, σκέψη 22).

22 —      Με την απόφασή του της 22ας Ιανουαρίου 2004, C-271/01, COPPI (Συλλογή 2004, σ. I-1029, σκέψη 41), το Δικαστήριο έκρινε ότι, παρότι το άρθρο 23, παράγραφος 1, του κανονισμού 4253/88 «δεν προβλέπει ρητώς τη δυνατότητα κράτους μέλους να ανακαλεί χρηματοδοτική συνδρομή του ΕΓΤΠΕ […], η διάταξη αυτή δεν θα είχε πρακτική αποτελεσματικότητα αν ένα κράτος μέλος δεν μπορούσε να λαμβάνει το ίδιο τέτοια μέτρα». Ο λόγος που δικαιολογεί αυτή τη σιωπηρή αναγνώριση της εξουσίας του άρθρου 23, παράγραφος 1, στα κράτη μέλη παρέχει, κατά τη γνώμη μου, στην Επιτροπή την ανάλογη εξουσία του άρθρου 24, παράγραφος 1, στην περίπτωση των παρατυπιών που δεν διορθώθηκαν από τα κράτη μέλη βάσει του άρθρου 23, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού.

23 —      C(97) 3151 τελικό — II.

24 —      Προπαρατεθείσα απόφαση Ισπανία κατά Επιτροπής (σκέψη 33).

25 —      Αυτής, δηλαδή, που, βάσει του άρθρου 24, παράγραφος 2, παρέχει στην Επιτροπή την εξουσία «να μειώσει ή αναστείλει τη συνδρομή για την εν λόγω ενέργεια ή μέτρο αν επιβεβαιωθεί ότι υπάρχει αντικανονικότητα και, ιδίως, σημαντική αλλαγή της φύσης ή των συνθηκών εκτέλεσης της ενέργειας ή του μέτρου, για την οποία δεν ζητήθηκε η έγκριση της Επιτροπής». Προπαρατεθείσα απόφαση Ισπανία κατά Επιτροπής (σκέψη 30).

26 —      Προπαρατεθείσα απόφαση Ισπανία κατά Επιτροπής (σκέψη 31).

27 —      Προπαρατεθείσα απόφαση Ισπανία κατά Επιτροπής (σκέψη 32).

28 —      Προπαρατεθείσα απόφαση Ισπανία κατά Επιτροπής (σκέψη 33).

29 —      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στην υπόθεση C‑549/12 (σκέψη 91)∙ υπό την ίδια έννοια, σκέψη 101 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στην υπόθεση C-54/13.

30 —      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στην υπόθεση C-549/12 (σκέψη 95)∙ υπό την ίδια έννοια, σκέψη 106 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στην υπόθεση C-54/13.

31 —      Η υπογράμμιση δική μου.

32 —      Υπ’ αυτή την έννοια, βλ. αντί άλλων απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2012, C‑551/10 P, Éditions Odile Jacob κατά Επιτροπής (σκέψη 85).