ΠΟΛ.1094/2015
Φορολογική μεταχείριση των υποτροφιών, των χρηματικών βραβείων και των βοηθημάτων – οικονομικών ενισχύσεων.

Με αφορμή την υποβολή ερωτημάτων αναφορικά με το πιο πάνω θέμα, σας πληροφορούμε τα ακόλουθα:

1. Με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 7 του ν. 4172/2013 ορίζονται οι κατηγορίες των εισοδημάτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κ.Φ.Ε.:
α) εισόδημα από μισθωτή εργασία και συντάξεις,
β) εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα,
γ) εισόδημα από κεφάλαιο και
δ) εισόδημα από υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου.
2. Στην αιτιολογική έκθεση του άρθρου αυτού διευκρινίστηκε ότι «σε φόρο υπόκεινται μόνο τα εισοδήματα που εμπίπτουν σε μια από τις τέσσερις κατηγορίες που αναγνωρίζονται στο άρθρο αυτό και συνεπώς ό,τι δεν εμπίπτει στο εννοιολογικό πεδίο κανενός από τα αναφερόμενα εισοδήματα, δεν υπόκειται σε φόρο. Για παράδειγμα οι υποτροφίες ή τα χρηματικά βραβεία, που χορηγούνται από το δημόσιο ή άλλους φορείς, δεν υπάγονται σε καμία από τις αναγνωριζόμενες πηγές εισοδήματος και κατά τούτο δεν υπόκεινται σε φόρο».
3. Υποτροφίες που κατά τα ανωτέρω δεν εμπίπτουν στο εννοιολογικό πεδίο κανενός εκ των παραπάνω κατηγοριών εισοδήματος, νοούνται τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται από το Δημόσιο και από άλλους δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς (π.χ. Ν.Π.Δ.Δ., Ν.Π.Ι.Δ., οργανισμούς, ιδρύματα, κοινωφελείς περιουσίες του ν. 4182/2013, ιδιωτικές επιχειρήσεις κ.λπ.) ως οικονομική ενίσχυση σε σπουδαστές οποιασδήποτε αναγνωρισμένης εκπαιδευτικής βαθμίδας ή επαγγελματικής κατάρτισης με σκοπό την συνέχιση ή την ολοκλήρωση των σπουδών και την απόκτηση τίτλου σπουδών, για δίδακτρα, έξοδα διαμονής ή τροφεία κατά τη διάρκεια των σπουδών τους ή για τη βράβευσή τους, λόγω των εξαιρετικών επιδόσεών τους στις σπουδές τους.
Τα ποσά των υποτροφιών που καταβάλλονται από δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς προς τους υπαλλήλους τους ή τα τέκνα και λοιπούς συγγενείς αυτών, θα κρίνεται κατά περίπτωση αν συγκεντρώνουν τις πιο πάνω προϋποθέσεις ή αποτελούν εισόδημα των άρθρων  και του ν. 4172/2013.
Τα ποσά που καταβάλλονται από τα ΑΕΙ, ΤΕΙ, ερευνητικές επιτροπές κ.λπ. σε ερευνητές ή προπτυχιακούς ή μεταπτυχιακούς φοιτητές ως αμοιβή για τη συμμετοχή τους σε ερευνητικά προγράμματα, καθώς και αυτά που καταβάλλονται από το ΕΚΕΦΕ Δημόκριτος κατά το διάστημα εκπόνησης διδακτορικής διατριβής χαρακτηρίζονται ως εισόδημα από μισθωτή εργασία ή επιχειρηματική δραστηριότητα, κατά περίπτωση.
4. Χρηματικά βραβεία που δεν εμπίπτουν στο εννοιολογικό πεδίο καμίας κατηγορίας εισοδήματος του ν. 4172/2013 νοούνται τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται σε φυσικά πρόσωπα ως χρηματικοί έπαινοι ή χρηματικά έπαθλα από το Δημόσιο ή άλλους δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς (π.χ. Ν.Π.Δ.Δ., Ν.Π.Ι.Δ., οργανισμούς, ιδρύματα, κοινωφελείς περιουσίες του ν. 4182/2013, ιδιωτικές επιχειρήσεις κ.λπ.), για την ηθική και υλική αμοιβή τους καθώς και την αναγνώριση και επιδοκιμασία των ατομικών ικανοτήτων ή επιδόσεων ή αρετών τους.
Τα χρηματικά βραβεία για να εξαιρεθούν από το φόρο εισοδήματος δεν πρέπει να αποτελούν κέρδος ή ωφέλεια για τους δικαιούχους από προσφερόμενη εργασία, αλλά απλώς να συμβολίζουν την αναγνώριση της προσπάθειας των βραβευόμενων προσώπων και να συμπληρώνουν την τιμητική διάκριση που τους απονέμεται.
Σε περίπτωση προκήρυξης διαγωνισμού με την υπόσχεση απονομής βραβείου για την εκτέλεση κάποιας εργασίας, η οποία θα πραγματοποιηθεί μετά τη διενέργεια του διαγωνισμού και το αποτέλεσμα της εργασίας (έργο) θα περιέλθει σύμφωνα με τους όρους της προκήρυξης στην ιδιοκτησία του αγωνοθέτη και όχι του διαγωνιζόμενου, του οποίου θα προκριθεί το έργο, το αθλοθετούμενο έπαθλο δεν αποτελεί βραβείο με την πιο πάνω έννοια, αλλά αμοιβή για την εκπόνηση του έργου που θα προκριθεί. Επομένως, ανεξαρτήτως της νομικής υπόστασης του φορέα που διενεργεί την προκήρυξη, στα πιο πάνω ποσά που καταβάλλονται με τη μορφή βραβείου δεν εφαρμόζονται απαλλακτικές διατάξεις.
Γενικά, τα χρηματικά βραβεία που καταβάλλονται από τον εργοδότη σε υπαλλήλους του για μελέτες, εφευρέσεις κλπ, εφόσον περιέρχονται στην κυριότητα του εργοδότη και αξιοποιούνται από αυτόν, αποτελούν εισόδημα από μισθωτή εργασία.
Τα χρηματικά βραβεία που καταβάλλονται στους υπαλλήλους οποιουδήποτε ιδιωτικού ή δημόσιου φορέα, για επιβράβευση των επιστημονικών ή καλλιτεχνικών επιδόσεών τους, καθώς και στα τέκνα τους για τις επιδόσεις τους στις γυμνασιακές ή ακαδημαϊκές τους σπουδές, αποτελούν τιμητική διάκριση και δεν συγκεντρώνουν τα εννοιολογικά στοιχεία του εισοδήματος από μισθωτή εργασία.

Τιμητική χορηγία προς επαγγελματίες καλλιτέχνες από το υπουργείο Πολιτισμού αποτελεί εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, καθόσον δεν χαρακτηρίζεται ως βραβείο για την επιστημονική, καλλιτεχνική ή πνευματική του επίδοση.
5. Τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται ως οικονομική ενίσχυση – βοήθημα σε ευπαθείς κοινωνικές ομάδες (ηλικιωμένους, άτομα με ψυχωτικές παθήσεις, άστεγους, άπορους, άτομα με ειδικές ανάγκες κλπ), από το Δημόσιο, ή από άλλους δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς (π.χ. Ν.Π.Δ.Δ.,Ν.Π.Ι.Δ., οργανισμούς, ιδρύματα, κοινωφελείς περιουσίες του ν. 4182/2013, ιδιωτικές επιχειρήσεις κ.λπ.), δεν εμπίπτουν σε καμία κατηγορία εισοδήματος του και επομένως δεν φορολογούνται.
6. Σε κάθε περίπτωση καταβολής υποτροφιών, χρηματικών βραβείων και βοηθημάτων-οικονομικών ενισχύσεων θα εξετάζεται από την φορολογική Διοίκηση, εάν τυχόν συγκαλύπτεται φορολογητέο εισόδημα ή παροχή σε είδος υποκείμενη σε φόρο.

Η Γεν. Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων - Αικ. Σαββαΐδου

1. Το ακαθάριστο εισόδηµα από μισθωτή εργασία και συντάξεις περιλαµβάνει τα πάσης φύσεως εισοδήµατα σε χρήµα ή σε είδος που αποκτώνται στο πλαίσιο υφιστάµενης, παρελθούσας ή μελλοντικής εργασιακής σχέσης.
2. Για τους σκοπούς του Κ.Φ.Ε., εργασιακή σχέση υφίσταται όταν ένα φυσικό πρόσωπο παρέχει υπηρεσίες:
α) στο πλαίσιο σύµβασης εργασίας, σύµφωνα µε το εργατικό δίκαιο,
β) βάσει σύµβασης, προφορικής ή έγγραφης, µε την οποία το φυσικό πρόσωπο αποκτά σχέση εξαρτηµένης εργασίας µε άλλο πρόσωπο, το οποίο έχει το δικαίωµα να ορίζει και να ελέγχει τον τρόπο, το χρόνο και τον τόπο εκτέλεσης των υπηρεσιών,
γ) οι οποίες ρυθµίζονται από τη νοµοθεσία περί μισθολογίου και ειδικών μισθολογίων των υπαλλήλων και λειτουργών του Δηµοσίου,
δ) ως διευθυντής ή µέλος του ΔΣ εταιρείας ή κάθε άλλου νοµικού προσώπου ή νοµικής οντότητας,
ε) ως δικηγόρος έναντι πάγιας αντιµισθίας για την παροχή νοµικών υπηρεσιών,
στ) βάσει έγγραφων συµβάσεων παροχής υπηρεσιών ή συµβάσεων έργου, µε φυσικά ή νοµικά πρόσωπα ή νοµικές οντότητες τα οποία δεν υπερβαίνουν τα τρία (3) ή, εφόσον υπερβαίνουν τον αριθµό αυτόν, ποσοστό εβδοµήντα πέντε τοις εκατό (75%) του ακαθάριστου εισοδήµατος από επιχειρηµατική δραστηριότητα προέρχεται από ένα (1) από τα φυσικά ή νοµικά πρόσωπα ή νοµικές οντότητες που λαµβάνουν τις εν λόγω υπηρεσίες και εφόσον δεν έχει την εμπορική ιδιότητα, ούτε διατηρεί επαγγελματική εγκατάσταση που είναι διαφορετική από τη κατοικία του.
Η διάταξη του προηγούµενου εδαφίου δεν εφαρµόζεται στην περίπτωση που ο φορολογούµενος αποκτά εισόδηµα από μισθωτή εργασία, σύµφωνα µε µία από τις περιπτώσεις α΄ έως ε΄ του παρόντος άρθρου.
Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα μπορούν να προβλέπονται περαιτέρω προϋποθέσεις και να καθορίζονται όλες οι αναγκαίες λεπτομέρειες για την εφαρμογή αυτής της περίπτωσης.
3. Ως ακαθάριστα εισοδήµατα από μισθωτή εργασία και συντάξεις θεωρούνται τα εξής:
α) ηµεροµίσθιο, μισθός, επίδοµα αδείας, επίδοµα ασθενείας, επίδοµα εορτών, αποζηµίωση µη ληφθείσας άδειας, αµοιβές, προµήθειες, επιµίσθια και φιλοδωρήµατα,
β) επιδόµατα περιλαµβανοµένων του επιδόµατος κόστους διαβίωσης, του επιδόµατος ενοικίου, της αποζηµίωσης εξόδων φιλοξενίας ή ταξιδίου,
γ) αποζηµίωση εξόδων στα οποία έχει υποβληθεί ο εργαζόµενος ή συγγενικό πρόσωπο του εργαζοµένου,
δ) παροχή οποιασδήποτε μορφής που λαµβάνει ο εργαζόµενος πριν την έναρξη της εργασιακής σχέσης,
ε) αποζηµιώσεις για τη λύση ή καταγγελία της εργασιακής σχέσης,
στ) συντάξεις που χορηγούνται από κύριο και επικουρικό φορέα υποχρεωτικής ασφάλισης, καθώς και από επαγγελµατικά ταµεία που έχουν συσταθεί µε νόµο,
ζ) το ασφάλισµα που καταβάλλεται εφάπαξ ή µε τη μορφή περιοδικής παροχής στο πλαίσιο οµαδικών ασφαλιστηρίων συνταξιοδοτικών συµβολαίων,
η) κάθε άλλη παροχή που εισπράττεται έναντι υφιστάµενης, παρελθούσας ή μελλοντικής εργασιακής σχέσης.
1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 2, 3, 4 και 5 οποιεσδήποτε παροχές σε είδος που λαµβάνει ένας εργαζόµενος ή συγγενικό πρόσωπο αυτού συνυπολογίζονται στο φορολογητέο εισόδηµά του στην αγοραία αξία τους, εφόσον η συνολική αξία των παροχών σε είδος υπερβαίνει το ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ ανά φορολογικό έτος.
2. Η αγοραία αξία της παραχώρησης ενός οχήµατος σε εργαζόµενο ή εταίρο ή μέτοχο από ένα φυσικό ή νοµικό πρόσωπο ή νοµική οντότητα, για οποιοδήποτε χρονικό διάστηµα ενός φορολογικού έτους, υπολογίζεται σε ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) του κόστους του οχήµατος που εγγράφεται ως δαπάνη στα βιβλία του εργοδότη µε τη μορφή της απόσβεσης περιλαµβανοµένων των τελών κυκλοφορίας, επισκευών, συντηρήσεων, καθώς και του σχετικού χρηµατοδοτικού κόστους που αντιστοιχεί στην αγορά του οχήµατος ή του μισθώµατος. Σε περίπτωση που το κόστος είναι μηδενικό, η αγοραία αξία της παραχώρησης ορίζεται σε ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) της μέσης δαπάνης ή απόσβεσης κατά τα τελευταία τρία (3) έτη.
3. Οι παροχές σε είδος µε τη μορφή δανείου, προς εργαζόµενο ή εταίρο ή μέτοχο από ένα φυσικό ή νοµικό πρόσωπο ή νοµική οντότητα περιβάλλονται τη μορφή έγγραφης συµφωνίας και αποτιµώνται µε βάση το ποσό της διαφοράς που προκύπτει μεταξύ των τόκων που θα κατέβαλε ο εργαζόµενος στη διάρκεια του ηµερολογιακού μήνα κατά τον οποίο έλαβε την παροχή, εάν το επιτόκιο υπολογισµού των τόκων ήταν το μέσο επιτόκιο αγοράς, όπως του οποίου η μέθοδος υπολογισμού ορίζεται µε απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών, κατά τον ίδιο μήνα και των τόκων που τυχόν κατέβαλε ο εργαζόµενος στη διάρκεια του εν λόγω ηµερολογιακού μήνα. Σε περίπτωση που δεν υφίσταται έγγραφη συµφωνία δανείου, το σύνολο του αρχικού κεφαλαίου λογίζεται ως παροχή σε είδος. Η προκαταβολή μισθού άνω των τριών (3) μηνών θεωρείται δάνειο.
4. Η αγοραία αξία των παροχών σε είδος που λαµβάνει ένας εργαζόµενος ή εταίρος ή μέτοχος από νοµικό πρόσωπο ή νοµική οντότητα µε τη μορφή δικαιωµάτων προαίρεσης απόκτησης μετοχών προσδιορίζεται κατά το χρόνο άσκησης του δικαιώµατος προαίρεσης ή μεταβίβασής του και ανεξαρτήτως εάν συνεχίζει να ισχύει η εργασιακή σχέση. Η αγοραία αξία άσκησης δικαιώµατος είναι η τιµή κλεισίµατος της μετοχής στο χρηµατιστήριο μειωµένη κατά την τιµή διάθεσης του δικαιώµατος.
5. Η αγοραία αξία της παραχώρησης κατοικίας σε εργαζόµενο ή εταίρο ή μέτοχο από ένα φυσικό ή νοµικό πρόσωπο ή νοµική οντότητα, για οποιοδήποτε χρονικό διάστηµα ενός φορολογικού έτους, αποτιµάται στο ποσό του μισθώµατος που καταβάλλει η επιχείρηση ή σε περίπτωση ιδιόκτητης κατοικίας σε ποσοστό τρία τοις εκατό (3%) επί της αντικειµενικής αξίας του ακινήτου.
1. Φορολογητέο εισόδηµα είναι το εισόδηµα που αποµένει μετά την αφαίρεση των δαπανών που εκπίπτουν, σύµφωνα µε τις διατάξεις του Κ.Φ.Ε. από το ακαθάριστο εισόδηµα.
2. Ο Κ.Φ.Ε. διακρίνει τις ακόλουθες κατηγορίες ακαθάριστων εισοδηµάτων:
α) εισόδηµα από μισθωτή εργασία και συντάξεις,
β) εισόδηµα από επιχειρηµατική δραστηριότητα,
γ) εισόδηµα από κεφάλαιο και
δ) εισόδηµα από υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου.