.

ΠΟΛ.1127/2015

ΦΕΚ B'1462/14.7.2015
Τροποποίηση της ΠΟΛ 1066/2.4.2013 (ΦΕΚ B'753/2.4.2013) απόφασης για την επιστροφή ΦΠΑ στους αγρότες του ειδικού καθεστώτος.

 

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις του Κώδικα Φ.Π.Α. (N.2859/2000), και ειδικότερα:

α) τις διατάξεις του άρθρου ,

β) τις διατάξεις του άρθρου ,

γ) τις διατάξεις της ,

δ) τις διατάξεις του άρθρου

2. Τις διατάξεις του άρθρου  του Ν. 4174/2013 «Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄170/26.7.2013).

3. Τις διατάξεις του N.3877/2010 (ΦΕΚ Α΄160/20.9.2010) «Σύστημα προστασίας και ασφάλισης της αγροτικής δραστηριότητας» και ειδικότερα τα άρθρα ,  και

4. Την υπ’ αριθμ. 309891/14.12.2010 (ΦΕΚ 1966 Β΄/21.12.2010 κοινή απόφαση των υπουργών Οικονομικών και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, «Διαδικασία υποβολής της Ενιαίας Δήλωσης Καλλιέργειας/Εκτροφής του Ν. 3877/2010 (ΦΕΚ Α΄ 160), τρόποι καταβολής της ειδικής ασφαλιστικής εισφοράς των άρθρων 7 και 8 του ίδιου νόμου, υπέρ του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΕΛΓΑ) και ασφαλιστική ενημερότητα, όπως τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθμ. 235/23719/29.2.2012 (ΦΕΚ 500 Β΄/29.2.2012 κοινή απόφαση των υπουργών Οικονομικών και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων».

5. Τις διατάξεις του νόμου 3874/2010 «Μητρώο Αγροτών και αγροτικών εκμεταλλεύσεων» (ΦΕΚ Α΄151/6.9.2010).

6. Τους Κανονισμούς (ΕΚ) 73/2009 και 1307/2013.

7. Την ΑΓΓΔΕ ΠΟΛ.1089/20.4.2015 (ΦΕΚ Β'722/27.4.2015) κ. την ΑΥΟ ΠΟΛ 1066/2.4.2013 (ΦΕΚ B'753/2−4−2013).

8. Την ΑΥΟ ΠΟΛ.1098/2007 (ΦΕΚ 1630/Β/17.8.07).

9. Τις διατάξεις της παραγράφου Ε, Υποπαράγραφος Ε1 «Κώδικας Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών και λοιπές φορολογικές διατάξεις» του Ν.4093/2012 (ΦΕΚ Α΄222).

10. Τις διατάξεις της υποπαραγράφου Ε2 της παρ. Ε του πρώτου άρθρου του N.4093/2012 περί σύστασης θέσης Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων (ΦΕΚ Α΄222), όπως ισχύει.

11. Την υπ’ αριθμ.20/25.6.2014 (Υ.Ο.Δ.Δ.360) πράξη Υπουργικού Συμβουλίου «Επιλογή και Διορισμός Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών».

12. Την ανάγκη δημιουργίας ενός νέου και πιο αποτελεσματικού συστήματος ελέγχου για την ορθή καταβολή του επιστρεπτέου φόρου, στους αγρότες του ειδικού καθεστώτος Φ.Π.Α. που πραγματικά τα δικαιούνται.

13. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας απόφασης δεν προκαλείται εκ νέου δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού, αποφασίζουμε:

1. Στο άρθρο 4 της Α.Υ.Ο. ΠΟΛ.1066/2.4.2013 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει επέρχονται οι κάτωθι τροποποιήσεις:

   i. Το ποσό των 100 ευρώ που αναφέρεται στο τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης α της παραγράφου 4 τροποποιείται σε (500) ευρώ.

   ii. Στο τέλος της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 4 προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:

«Στις λοιπές περιπτώσεις, η επιστροφή πραγματοποιείται μετά από έλεγχο εκτός αν ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ υποβολής της αίτησης επιστροφής με έγγραφη αιτιολόγηση, με την οποία τεκμηριώνονται οι λόγοι της απόκλισης μεταξύ ακαθαρίστων εσόδων της αίτησης επιστροφής και της κανονικής αξίας του ΥΠΑΑΤ, αξιολογήσει ότι δεν συντρέχουν λόγοι ελέγχου».

   iii. Μετά την παράγραφο 8 προστίθεται νέα παράγραφος 9 ως εξής:

«Αιτήσεις προηγούμενων χρήσεων που εκκρεμούν κατά την έκδοση της παρούσας αξιολογούνται για έλεγχο ή μη σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο άρθρο αυτό».

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Αθήνα, 3 Ιουνίου 2015

Η Γενική Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων ΑΙΚ. ΣΑΒΒΑΪΔΟΥ

 Νόμος 2859/2000, Άρθρο 41 Ειδικό καθεστώς αγροτών

1. Οι αγρότες, οι οποίοι κατά την προηγούμενη διαχει­ριστική περίοδο πραγματοποίησαν ακαθάριστα έσοδα από την πώληση αγροτικών προϊόντων παραγωγής τους και την παροχή αγροτικών υπηρεσιών κατώτερα των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ και δικαιούνταν να λάβουν δικαιώματα ενιαίας ενίσχυσης κατώτερα των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, υπάγονται στο ειδικό κα­θεστώς του παρόντος άρθρου, με την επιφύλαξη των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος. Οι εν λόγω αγρότες δεν υποχρεούνται στην τήρηση βιβλίων και την έκδοση στοιχείων και δικαιούνται επιστροφής του φόρου του παρόντος νόμου που επιβάρυνε τις αγορές αγαθών ή λήψεις υπηρεσιών, τις οποίες πραγματοποίησαν για την άσκηση της εκμετάλλευσής τους.

2. Η επιστροφή του φόρου ενεργείται από το Δημόσιο με καταβολή στον αγρότη ποσού, το οποίο προκύπτει με την εφαρμογή κατ’ αποκοπή συντελεστή έξι τοις εκατό (6%), στην αξία των παραδιδόμενων αγροτικών προϊόντων και των παρεχόμενων αγροτικών υπηρεσι­ών του Παραρτήματος IV του παρόντος προς άλλους υποκείμενους στο φόρο, εκτός των αγροτών που υπά­γονται στο καθεστώς του παρόντος άρθρου. Για την πραγματοποίηση της επιστροφής αυτής υποβάλλεται δήλωση – αίτηση επιστροφής.

Ειδικά για πωλήσεις αγροτικών προϊόντων δικής τους παραγωγής που πραγματοποιούνται από αγρότες του παρόντος άρθρου από δικό τους κατάστημα ή από λαϊκές αγορές ή εξάγονται ή παραδίδονται σε άλλο κράτος-μέλος της Ε.Ε., η επιστροφή πραγματοποιείται με την εφαρμογή κατ’ αποκοπή συντελεστή τρία τοις εκατό (3%) στην αξία των εν λόγω πωλήσεων, όπως αυτή προκύπτει από το τηρούμενο βιβλίο, σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία.

Για την παράδοση αγροτικών προϊόντων από την αγροτική εκμετάλλευση σε δραστηριότητα που περι­γράφεται στο προηγούμενο εδάφιο εκδίδεται ειδικό στοιχείο που περιλαμβάνει το είδος, την ποσότητα, την ποιότητα και την κανονική αξία των παραδιδόμε-νων αγαθών, όπως αυτή ορίζεται από τις διατάξεις της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 19. Το ειδικό αυτό στοιχείο εκδίδεται και από αγρότες που εντάσσονται στο κανονικό καθεστώς, προκειμένου να προσδιορίζονται τα ακαθάριστα έσοδα της αγροτικής εκμετάλλευσης.

Για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής, ως αξία των παραδιδόμενων προϊόντων ή των παρεχόμενων υπηρεσιών, λαμβάνεται αυτή που προκύ­πτει από τα οικεία νόμιμα παραστατικά, με την προϋ­πόθεση ότι η παραγωγή προϊόντων και η παροχή υπη­ρεσιών προέρχεται από εκμετάλλευση περιουσιακών στοιχείων που είτε ανήκουν στον αγρότη κατά κυριό­τητα, είτε έχει το δικαίωμα εκμετάλλευσης με οποια­δήποτε έννομη σχέση.

Σε περίπτωση παράδοσης αγροτικών προϊόντων από τρίτους υποκείμενους στο φόρο, για λογαριασμό των παραγωγών αγροτών, η παραπάνω αξία λαμβάνεται χωρίς φόρο και προμήθεια.

3. Οι διατάξεις των άρθρων 30, 31, 32, 36 και 38 δεν εφαρμόζονται για τους αγρότες που υπάγονται στο καθεστώς του άρθρου αυτού.

4. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν εφαρμό­ζονται στους αγρότες που:

α) ασκούν τις αγροτικές εκμεταλλεύσεις και παρέχουν τις αγροτικές υπηρεσίες που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 42, με τη μορφή εταιρείας οποιουδήποτε τύπου ή αγροτικών συνεταιρισμών,

β) πωλούν αγροτικά προϊόντα παραγωγής τους, ύστε­ρα από επεξεργασία που μπορεί να προσδώσει σε αυτά χαρακτήρα βιομηχανικών ή βιοτεχνικών προϊόντων,

γ) ασκούν παράλληλα και άλλη οικονομική δραστη­ριότητα, για την οποία έχουν υποχρέωση να τηρούν βιβλία σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία. Η διάταξη αυτή δεν ισχύει για τους αγρότες που πωλούν προϊόντα δικής τους παραγωγής από δικό τους κατάστημα ή από λαϊκές αγορές ή πραγματοποιούν εξαγωγές ή πα­ραδόσεις προς άλλο κράτος-μέλος της Ε.Ε., καθώς και για τους αγρότες οι οποίοι εντάσσονται στο Μητρώο Αγροτών και Αγροτικών Εκμεταλλεύσεων, σύμφωνα με το ν. 3874/2010 (Α΄ 151) και ασχολούνται με τη διαχεί­ριση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας έως 100 KW ή τη λειτουργία αγροτουριστικών μονάδων έως 10 δωματίων.

5.  Οι αγρότες της παραγράφου 4 εντάσσονται στο κανονικό καθεστώς του φόρου για τις δραστηριότητες αυτές, εφόσον για τις εν λόγω δραστηριότητες υπο­χρεούνται στην τήρηση βιβλίων και έκδοση στοιχείων σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία.

6.  Οι αγρότες μπορούν να μετατάσσονται από το ειδικό καθεστώς του άρθρου αυτού στο κανονικό με δήλωσή τους που υποβάλλεται στην αρμόδια υπηρεσία της Φορολογικής Διοίκησης. Στην περίπτωση που η μετάταξη πραγματοποιείται από την έναρξη της δι­αχειριστικής περιόδου, η δήλωση υποβάλλεται εντός δέκα (10) ημερών από την έναρξη αυτής και δεν μπορεί να ανακληθεί πριν από την πάροδο πενταετίας. Στην περίπτωση που η μετάταξη πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια της διαχειριστικής περιόδου, ισχύει από την ημερομηνία κατά την οποία υποβάλλεται η δήλωση και δεν μπορεί να ανακληθεί πριν από την πάροδο πενταε­τίας, η οποία αρχίζει από την έναρξη της επόμενης από τη μετάταξη διαχειριστικής περιόδου.

Στην περίπτωση υποχρεωτικής ένταξης στο κανονι­κό καθεστώς, λόγω μη πλήρωσης των κριτηρίων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, ο αγρότης υποχρεού­ται στην υποβολή δήλωσης μεταβολής εντός δέκα (10) ημερών από την έναρξη της διαχειριστικής περιόδου. Ειδικά για την πρώτη εφαρμογή , η εν λόγω δήλωση υποβάλλεται έως 15.4.2014 για τους υπόχρεους τήρη­σης διπλογραφικών βιβλίων και έως 20.5.2014 για τους υπόχρεους τήρησης απλογραφικών βιβλίων.

Μετάταξη από το κανονικό καθεστώς απόδοσης του φόρου στο ειδικό καθεστώς αγροτών μπορεί να πραγ­ματοποιηθεί μόνο από την έναρξη διαχειριστικής πε­ριόδου με υποβολή δήλωσης στην αρμόδια υπηρεσία της Φορολογικής Διοίκησης εντός δέκα (10) ημερών από την έναρξη αυτής.

7. Οι μετατασσόμενοι είναι υποχρεωμένοι να διενερ­γούν, μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από τη μετά­ταξη, απογραφή που να περιλαμβάνει:

α) τα αποθέματα των αγροτικών προϊόντων, στα οποία περιλαμβάνονται όσα έχουν συλλεχθεί, οι ηρ-τημένοι καρποί και οι καλλιέργειες που βρίσκονται σε εξέλιξη, κατά συντελεστή του κατ’ αποκοπή φόρου,

β) τα αποθέματα των πρώτων υλών της αγροτικής παραγωγής, όπως σπόρων, λιπασμάτων, φυτοφαρμά­κων, ζωοτροφών και λοιπών συναφών, κατά συντελεστή φόρου,

γ) τα αγαθά επένδυσης, εφόσον είναι χρησιμοποιήσιμα για τους σκοπούς της επιχείρησης και δεν παρήλθε η πενταετής περίοδος του διακανονισμού.

Τα αποθέματα των πιο πάνω περιπτώσεων β΄ και γ΄ απογράφονται σε τιμές κόστους.

8. Τα αποθέματα των αγροτικών προϊόντων θεωρού­νται:

α) ως αγορές του κανονικού καθεστώτος απόδοσης του φόρου, σε τιμή πώλησης κατά το χρόνο της μετά­ταξης, με δικαίωμα να εκπέσουν τον κατ’αποκοπή φόρο, στην περίπτωση που γίνεται μετάταξη από το καθεστώς των αγροτών στο κανονικό καθεστώς,

β) ως παράδοση αγαθών σε τιμή πώλησης, υποκείμενη στο φόρο με τον κατ΄ αποκοπή συντελεστή, στην περί­πτωση που γίνεται μετάταξη από το κανονικό καθεστώς απόδοσης του φόρου στο καθεστώς των αγροτών.

9. Σε περίπτωση μετάταξης από το ειδικό καθεστώς των αγροτών στο κανονικό καθεστώς απόδοσης του φόρου, οι μετατασσόμενοι δικαιούνται να εκπέσουν το φόρο με τον οποίο έχουν επιβαρυνθεί:

α) τα αποθέματα των πρώτων υλών της αγροτικής παραγωγής,

β) τα αγαθά επένδυσης, κατά το μέρος του φόρου που αναλογεί στα υπόλοιπα έτη της πενταετούς περιόδου διακανονισμού.

10. Σε περίπτωση μετάταξης από το κανονικό καθε­στώς απόδοσης του φόρου στο καθεστώς των αγροτών, οι μετατασσόμενοι είναι υποχρεωμένοι να καταβάλλουν το φόρο με τον οποίο έχουν επιβαρυνθεί:

α) τα αποθέματα των πρώτων υλών της αγροτικής παραγωγής,

β) τα αγαθά επένδυσης, κατά το μέρος τους που αναλογεί στα υπόλοιπα έτη του διακανονισμού της πε­νταετούς περιόδου.

11.  Για τα απογραφόμενα αγαθά που προβλέπουν οι διατάξεις της παραγράφου 7, υποβάλλεται, μέσα σε δύο (2) μήνες, από τη μετάταξη, δήλωση που περιλαμβάνει την αξία των αποθεμάτων και το φόρο που εκπίπτεται ή καταβάλλεται, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις δια­τάξεις των πιο πάνω παραγράφων 8, 9 και 10.

Ο φόρος αυτός καταβάλλεται ή εκπίπτεται, κατά πε­ρίπτωση, με την πιο πάνω δήλωση για την οποία εφαρ­μόζονται ανάλογα οι διατάξεις του άρθρου 38.

Ειδικά για τους αγρότες που υπάγονται στο κανονικό καθεστώς από 1.1.2014, η δήλωση αποθεμάτων υποβάλ­λεται έως τις 31.5.2014.

12. Οι αγρότες που αρχίζουν για πρώτη φορά τις ερ­γασίες τους και επιθυμούν να υπαχθούν στο κανονικό καθεστώς υποβάλλουν δήλωση έναρξης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4174/2013.

13. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να ορίζεται ότι η επιστροφή του φόρου ενεργείται από τον αγοραστή των αγροτικών προϊόντων ή το λήπτη των αγροτικών υπηρεσιών.

14. Με αποφάσεις του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων ορίζονται:

α) ο τρόπος και ο χρόνος υποβολής της δήλωσης – αίτησης επιστροφής, ο τύπος και το περιεχόμενο αυτής, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά καθώς και κάθε ανα­γκαία λεπτομέρεια για την εκκαθάριση και την απόδοση του επιστρεπτέου φόρου,

β) ο τύπος και το περιεχόμενο του ειδικού στοιχείου που προβλέπουν οι διατάξεις της παραγράφου 2,

γ) ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης μετά­ταξης που προβλέπουν οι διατάξεις της παραγράφου 7 και της δήλωσης αποθεμάτων που προβλέπουν οι διατάξεις της παραγράφου 12, καθώς επίσης και τα συνυποβαλλόμενα με αυτές στοιχεία.

15. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μπορούν να ορίζονται οι αγροτικές συνεταιριστικές οργανώσεις ως φορείς που μεσολαβούν στην υποβολή των αιτήσεων επιστροφής και γενικά στη διαδικασία επιστροφής του φόρου, καθώς και η αμοιβή τους για τις υπηρεσίες τους αυτές. Με όμοιες αποφάσεις μπορεί να αναπροσαρμό­ζεται η ανωτέρω αμοιβή.

Νόμος 2859/2000, Άρθρο 42 Αγρότες, αγροτικά προϊόντα, αγροτικές εκμεταλλεύσεις και υπηρεσίες

Για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 41 θεωρούνται:

1. Ως αγρότες, αυτοί που ασκούν προσωπικά ή με τα μέλη της οικογένειάς τους ή με μισθωτούς ή εργάτες τις αγροτικές εκμεταλλεύσεις και υπηρεσίες που προβλέπουν οι διατάξεις των παραγράφων 3 και 4.

2. Ως αγροτικά προϊόντα, τα αγαθά που παράγονται από τους αγρότες στα πλαίσια των αγροτικών τους εκμεταλλεύσεων.

3. Ως αγροτικές εκμεταλλεύσεις: α) η γεωργία γενικά και ιδίως η καλλιέργεια δημητριακών, κηπευτικών, καπνού, βαμβακιού, οπωροφόρων και καρποφόρων δέντρων, αρωματικών και διακοσμητικών φυτών, η αμπελουργία, η ανθοκομία, η παραγωγή μανιταριών, μπαχαρικών, σπόρων και φυτών,

β) η εκτροφή ζώων γενικά, στην οποία περιλαμβάνονται ιδίως η κτηνοτροφία, η πτηνοτροφία, η κονικλοτροφία, η μελισσοκομία, η σηροτροφία και η σαλιγκαροτροφία,

γ) η δασοκομία γενικά,

δ) η αλιεία σε γλυκά νερά, η ιχθυοτροφία, η βατραχοτροφία, η καλλιέργεια μυδιών, στρειδιών και η εκτροφή μαλακίων και μαλακοστράκων,

ε) οι μεταποιητικές δραστηριότητες του αγρότη, που πραγματοποιούνται με συνήθη μέσα, στα πλαίσια των αγροτικών εκμεταλλεύσεων, σε προϊόντα τα οποία προέρχονται κατά κύριο λόγο από την αγροτική του παραγωγή.

4. Ως αγροτικές υπηρεσίες, οι παρεχόμενες από τους αγρότες με χειρωνακτική εργασία ή με το συνήθη εξοπλισμό της εκμετάλλευσής τους, οι οποίες συμβάλλουν στην παραγωγή αγροτικών προϊόντων.

Στις υπηρεσίες αυτές περιλαμβάνονται κυρίως: α) οι εργασίες σποράς και φύτευσης, καλλιέργειας, θερισμού, αλωνίσματος, δεματοποίησης, περισυλλογής και συγκομιδής,

β) οι εργασίες προπαρασκευής για την πώληση προϊόντων, όπως η διαλογή, η ξήρανση, ο καθαρισμός, η άλεση, η έκθλιψη, η απολύμανση, η συσκευασία και η αποθήκευση,

γ) η φύλαξη, η πάχυνση και η εκτροφή ζώων, δ) η μίσθωση μηχανικών μέσων και εξοπλισμού γενικά, που χρησιμοποιούνται στις αγροτικές εκμεταλλεύσεις,

ε) η τεχνική βοήθεια,

στ) η καταπολέμηση επιβλαβών φυτών και ζώων, καθώς και ο ψεκασμός φυτών και εδάφους,

ζ) η χρησιμοποίηση αρδευτικών, αποξηραντικών μέσων και εξοπλισμού,

η) η υλοτομία, η κοπή ξύλων, καθώς και άλλες δασοκομικές υπηρεσίες.

Νόμος 2859,2000, Άρθρο 57, παράγραφος 1

1. Η κοινοποίηση των πράξεων που προβλέπουν οι δια­τάξεις των άρθρων 49 και 50 του παρόντος δεν μπορεί να γίνει ύστερα από πάροδο πενταετίας από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο λήγει η προθεσμία για την υποβολή της εκκαθαριστικής δήλωσης ή της έκτακτης δήλωσης στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει υποχρέωση για υποβολή εκκαθαριστικής ή η προθεσμία για την υποβολή αίτησης επιστροφής από τους αγρότες του ειδικού καθεστώτος του άρθρου 41. Μετά την πάροδο της πενταετίας παραγράφεται το δικαίωμα του Δημο­σίου για την επιβολή του φόρου.

Νόμος 2859/2000, Άρθρο 64Τελικές διατάξεις

1. Οι δηλώσεις, τα πιστοποιητικά του Προϊσταμένου ΔΟΥ και κάθε άλλης αρχής, καθώς και κάθε άλλο έγγραφο που εκδίδεται για την εφαρμογή του παρόντος νόμου δεν υπόκεινται σε τέλος χαρτοσήμου ή άλλη επιβάρυνση.

Η αμοιβή, που καταβάλλεται στους φορείς που είναι αρμόδιοι για την εκκαθάριση και την απόδοση του επιστρεπτέου φόρου στους αγρότες του ειδικού καθεστώτος του άρθρου 41, δεν υπόκειται σε φόρο προστιθέμενης αξίας και χαρτόσημο.

2. Ο Υπουργός των Οικονομικών εγκρίνει και εντέλλεται με αποφάσεις του κάθε δαπάνη που είναι αναγκαία για την εκτέλεση και εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου. Με τις αποφάσεις αυτές εγκρίνεται και η καταβολή στους εφοριακούς υπαλλήλους, στους υπαλλήλους που είναι αποσπασμένοι στην Κεντρική Υπηρεσία των Διευθύνσεων Φορολογίας και Δημοσίας Περιουσίας του Υπουργείου Οικονομικών, την Υπηρεσία Ελέγχου Διακίνησης Αγαθών (ΥΠ.Ε.Δ.Α.) και τα παραρτήματα αυτής και τις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ) του Κράτους και στους επιθεωρητές Δημοσίων Οικονομικών Υπηρεσιών (Δ.Ο.Υ.), αμοιβής για την πέραν της πενθήμερης εργασίας τους απασχόλησή τους σε εθελοντική βάση.

Οι λεπτομέρειες γενικά ως προς τη συγκρότηση και λειτουργία των συνεργείων ελέγχου και ειδικότερα περί του συνολικού αριθμού ημερών και ωρών εργασίας κατά μήνα όσων υπαλλήλων θα μετέχουν σ΄αυτά και περί την αμοιβή αυτών, καθορίζονται με τις κατά το προηγούμενο εδάφιο αποφάσεις ή του κατά το Ν.1558/1985 εξουσιοδοτούμενου από τον Υπουργό οργάνου.

Για την κάλυψη της κατά τα προηγούμενα εδάφια δαπάνης εγγράφεται στον προϋπολογισμό εξόδων του Υπουργείου Οικονομικών η απαιτούμενη πίστωση.

3. Οι υπουργικές αποφάσεις που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

 Νόμος 41724/2013, Άρθρο 42 Επιστροφή φόρου

1. Εάν ο φορολογούμενος δικαιούται επιστροφή φόρου, η Φορολογική Διοίκηση, αφού συμψηφίσει τους οφειλόμενους από τον φορολογούμενο φόρο με το ποσό προς επιστροφή, προβαίνει στην επιστροφή της τυχόν προκύπτουσας διαφοράς.
2. Το επιστρεπτέο ποσό καταβάλλεται στον φορολογούμενο εντός ενενήντα (90) ημερών από την υποβολή έγγραφου αιτήματος του φορολογουμένου, εκτός εάν προβλέπεται μικρότερο χρονικό διάστημα από άλλη διάταξη της φορολογικής νομοθεσίας.
Ειδικά για αιτήματα επιστροφής ΦΠΑ από υποκειμένους μη εγκατεστημένους στο εσωτερικό της χώρας, η Φορολογική Διοίκηση αποφαίνεται εντός τεσσάρων (4) μηνών από τη λήψη του σχετικού αιτήματος, εκτός εάν απαιτείται η προσκόμιση συμπληρωματικών στοιχείων οπότε η ως άνω προθεσμία παρατείνεται μέχρι οκτώ (8) μήνες.
3. Με έγγραφη δήλωση που περιλαμβάνεται στην αίτηση επιστροφής του φορολογουμένου, το επιστρεπτέο ποσό παρακρατείτε με σκοπό το συμψηφισμό του με μελλοντικές οφειλές του φορολογουμένου.
4. Η αξίωση για επιστροφή φόρου, ο οποίος καταβλήθηκε αχρεώστητα παραγράφεται κατά το χρόνο που παραγράφεται το δικαίωμα της Φορολογικής Διοίκησης για έκδοση πράξης προσδιορισμού φόρου, σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 36 του Κώδικα αναφορικά με την αντίστοιχη φορολογική υποχρέωση από την οποία πηγάζει η αξίωση προς επιστροφή.
5. Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα μπορούν να ορίζονται οι λεπτομέρειες για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

Νόμος 3877/2010, Άρθρο 4 Ασφαλιζόμενα πρόσωπα. Είδος και αντικείμενο ασφάλισης

Α. ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ

1. Στην υποχρεωτική ασφάλιση του ΕΛ.Γ.Α. υπάγονται όλα τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, καθώς και ενώσεις προσώπων που έχουν την πλήρη κυριότητα, την επικαρ­πία ή μόνο την εκμετάλλευση αγροτικών εκμεταλλεύσε­ων της χώρας, πλην της περιοχής του Αγίου Όρους. Δι­καίωμα αποζημίωσης έχουν όσοι αποδεδειγμένα έχουν εκπληρώσει τις ασφαλιστικές τους υποχρεώσεις.

2. Στον ΕΛ.Γ.Α. ασφαλίζεται αυτοδίκαια και υποχρεω­τικά από τους κινδύνους και τις παθήσεις του άρθρου 5 του παρόντος νόμου, που περιλαμβάνονται στους σχετικούς Κανονισμούς Ασφάλισης του ΕΛ.Γ.Α., το σύνολο της φυτικής παραγωγής, της ζωικής παραγωγής και το αντίστοιχο κεφάλαιο των εκμεταλλεύσεων ζωικής παραγωγής. Η κάλυψη από τον ΕΛ.Γ.Α. των αντικειμένων αυτών, αρχίζει από την ημερομηνία ισχύος του αντίστοι­χου Κανονισμού Ασφάλισης του ΕΛ.Γ.Α..

3.  Εξαιρούνται από την υποχρεωτική ασφάλιση του ΕΛ.Γ.Α. οι πτηνοτροφικές και χοιροτροφικές επιχειρή­σεις, καθώς και οι εκμεταλλεύσεις ανθοκομικών και καλλωπιστικών προϊόντων και τα φυτώρια. Οι επιχειρήσεις αυτές μπορεί να υπαχθούν στην ασφάλιση του ΕΛ.Γ.Α ύστερα από αίτησή τους. Η ασφάλιση αρχίζει τριάντα ημέρες μετά την υποβολή της αίτησης και ισχύει υπο­χρεωτικά για τρία τουλάχιστον έτη.

Β. ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ

4. Τα πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού δύνανται να ζητήσουν μείωση του ποσοστού απαλλα­γής για τις καλλιέργειες που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 2 του παρόντος νόμου, για τις οποίες προβλέπεται αυξημένη απαλλαγή, καταβάλλοντας πρό­σθετη εισφορά, όπως ορίζεται στο άρθρο 7 παρ. 1β του παρόντος νόμου.

Γ. ΠΡΟΑΙΡΕΤΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ

5. Τα πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού δύνανται να ασφαλίζονται προαιρετικά για κάλυψη ζημιών από κινδύνους που προβλέπονται στο άρθρο 5 και δεν εντάσσονται στους υποχρεωτικά ασφαλιζόμενους κινδύνους του ΕΛ.Γ.Α., καταβάλλοντας εισφορά, όπως ορίζεται στο άρθρο 7 παρ. 1γ του παρόντος νόμου.

 Άρθρο 9 Ασφαλιζόμενη αξία αγροτικής παραγωγής

1.  Στη φυτική παραγωγή, η ασφαλιζόμενη αξία της αγροτικής παραγωγής ανά παραγωγό, επί της οποίας επιβάλλεται η ειδική ασφαλιστική εισφορά, ορίζεται με βάση:

α) τον αριθμό των στρεμμάτων ή δένδρων – ανάλογα με την καλλιέργεια – των καλλιεργούμενων εκτάσεων που έχει στην κατοχή του ή έχει την εκμετάλλευσή τους ο παραγωγός, όπως δηλώνονται από τον ίδιο στην Ενιαία Δήλωση Καλλιέργειας που συνυποβάλλεται υπο­χρεωτικά μαζί με την Ενιαία Αίτηση,

β) τη μέση παραγωγή ανά νομό και ανά στρέμμα ή δένδρο των δηλούμενων καλλιεργειών και

γ) την αξία του παραγόμενου προϊόντος ανά κιλό ή τεμάχιο, ανάλογα με την καλλιέργεια.

2. Στο ζωικό κεφάλαιο η ασφαλιζόμενη αξία της αγρο­τικής παραγωγής ανά παραγωγό, επί της οποίας επι­βάλλεται η ειδική ασφαλιστική εισφορά, ορίζεται με βάση:

α) τον αριθμό των ζώων που έχει στην κατοχή του ή έχει την εκμετάλλευσή τους ο παραγωγός, όπως δηλώνεται από τον ίδιο με την Ενιαία Δήλωση Εκτροφής που συνυποβάλλεται υποχρεωτικά με την Ενιαία Αίτηση,

β) την αξία του δηλούμενου ζωικού κεφαλαίου ανά είδος ή κατηγορία.

Νόμος 3877/2010, Άρθρο 10 Προσδιορισμός της ειδικής ασφαλιστικής εισφοράς υπέρ ΕΛ.Γ.Α.

1. Επί της αξίας της αγροτικής παραγωγής, η οποία έχει υπολογισθεί σύμφωνα με το άρθρο 9, επιβάλλεται η ειδική ασφαλιστική εισφορά, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7.

2. Ο ακριβής προσδιορισμός της υποχρεωτικής ειδι­κής ασφαλιστικής εισφοράς σε χρηματικό ποσό, που αναλογεί σε κάθε ασφαλισμένο παραγωγό, γίνεται με την υποβολή της Ενιαίας Αίτησης. Το συνολικό ποσό της ειδικής ασφαλιστικής εισφοράς υπολογίζεται ως ποσοστό επί του συνόλου της ασφαλιζόμενης αξίας της παραγωγής, όπως αυτή προκύπτει από τις ανα­γραφόμενες στην Ενιαία Αίτηση καλλιέργειες ή ζωικό κεφάλαιο.

3. Η συνολική ετήσια καταβαλλόμενη ειδική ασφαλιστι­κή εισφορά, ανά παραγωγό, δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό που αναλογεί στην ασφαλιζόμενη αξία, η οποία αντιστοιχεί στην ανώτατη καταβαλλόμενη αποζημίωση του άρθρου 6 παράγραφος 5.

4. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, που εκδίδεται ύστερα από εισήγηση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΛ.Γ.Α., καθορίζονται ο τύπος και το περιεχόμενο των δηλώσεων καλιέργειας και εκτροφής και των λοιπών εντύπων, καθώς και λοιπά στοιχεία με βάση τα οποία πραγματοποιείται ο προσδιορισμός της ειδικής ασφα­λιστικής εισφοράς, οι μέσες ανά νομό παραγωγές, οι αξίες των ασφαλιζόμενων ειδών της φυτικής παραγω­γής και του ζωικού κεφαλαίου, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.